Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2016

Ὕμνος τῶν Αἰώνων




Μητέρα μας πολύπαθη, ὦ ἀθάνατη, 
δὲν εἶναι μόνο σου στολίδι οἱ Παρθενῶνες· 
τοῦ συντριμμοῦ σου τὰ σπαθιὰ στὰ κάμανε 
φυλαχτὰ καὶ στεφάνια σου οἱ αἰῶνες. 

Καὶ οἱ πέτρες ποὺ τὶς ἔστησε στὸ χῶμα σου 
τὸ νικηφόρο χέρι τοῦ Ῥωμαίου, 
κ᾿ ἡ σταυροθόλωτη ἐκκλησιὰ ἀπὸ τὸ Βυζάντιο, 
στὸν τόπο τοῦ πολύστυλου ναοῦ τοῦ ἀρχαίου, 

Κι αὐτὸ τὸ κάστρο ποὺ μουγγρίζει μέσα του 
τῆς Βενετιᾶς ἀκόμη τὸ λιοντάρι,
 κι ὁ μιναρὲς ποὺ στέκει, τῆς ὁλόμαυρης 
καὶ τῆς πικρότατης σκλαβιᾶς ἀπομεινάρι, 

Καὶ τοῦ Σλάβου τὸ διάβα ἀντιλαλούμενο 
στ᾿ ὄνομα ποὺ μᾶς ἔρχεται στὸ στόμα -
μὲ τὸ γάλα τῆς μάννας ποὺ βυζάξαμε- 
σὰν ξένη ἀνθοβολιὰ στὸ ντόπιο χῶμα, 

Ὅλα ἕνα νύφης φόρεμα σοῦ ὑφαίνουνε, 
σοῦ πρέπουνε, ὦ βασίλισσα, σὰ στέμμα, 
στὴν ὀμορφάδα σου ὀμορφιὰ ἀπιθώσανε 
κ᾿ εἶναι σὰ σπλάχνα ἀπ᾿ τὸ δικό σου τὸ αἷμα. 

Ὦ τίμια φυλαχτά, στολίδια ἀταίριαστα, 
ὦ διαβατάρικα, ἀπὸ σᾶς πλάθετ᾿ αἰώνια, 
κόσμος ἀπὸ παλιὰ κοσμοσυντρίμματα, 
ἡ νέα τρανὴ Πατρίδα ἡ παναρμόνια!

Κωστής Παλαμάς 


Ακούστε το ηχητικό απόσπασμα εδώ
(διαβάζει ο Κωστής Παλαμάς)





Κωστὴς Παλαμᾶς (1859-1943) -
ὁ διαχρονικὸς & ἐπίκαιρος στοχαστής!!! 

Ὁ Κωστὴς Παλαμᾶς εἶναι ὁ νεότερος ἐθνικὸς ποιητής μας καὶ μία ἀπὸ τὶς κορυφαῖες πνευματικὲς φυσιογνωμίες τοῦ νεότερου ἑλληνισμοῦ, στὸν ὁποῖο ὀφείλουμε τὴν θεμελίωση τῆς νέας λογοτεχνίας μας. 

Γεννήθηκε, σαν σήμερα, στὴν Πάτρα στὶς 13 Ἰανουαρίου τοῦ 1859, ἡ καταγωγή του ὅμως ἦταν ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι. Ἡ ποίηση τοῦ Παλαμᾶ εἶναι ἕνας ὠκεανός, ὅπου συναντιοῦνται τὸ ἐπικὸ καὶ τὸ λυρικό, τὸ δραματικὸ καὶ τὸ φιλοσοφικό. Δοκίμασε ὅλους τοὺς ρυθμοὺς καὶ τὰ μέτρα, ὅλες τὶς ἐμπνεύσεις καὶ τραγούδησε τὸ αἰώνιο καὶ τὸ πρόσκαιρο, τὸ μεγάλο καὶ τὸ μικρό, τὸ προσωπικὸ καὶ τὸ ἀντικειμενικό. 

Τρυφερὸς καὶ λεπτός, ζωγραφικὸς καὶ αἰσθηματικὸς στὰ λυρικά του ποιήματα, ξέρει, ὅμως, κυρίως νὰ γίνεται μεγαλόπνευστος καὶ προφητικὸς μὲ τὰ μεγάλα ποιητικά του συνθέματα. Μέσα σ᾿ αὐτὰ περνάει ἡ δόξα καὶ ἡ τέφρα, ἡ αἴγλη καὶ τὰ ἐρείπια, ἡ μοίρα καὶ τὸ μέλλον τῆς Ἑλλάδας, τῆς αἰώνιας Ἑλλάδας ἀρχαίας - βυζαντινῆς - τουρκοκρατούμενης - ἐπαναστατημένης, ἐλευθερωμένης. 

Τέτοιος ὑπῆρξε ὁ Παλαμᾶς, ἕνας ἀληθινὸς Τιτάνας τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων, ποὺ ἡ μορφή του θὰ φαντάζει πάντοτε ἀνάμεσα στὶς φωτεινότερες, μέσα στὸ πνευματικὸ Πάνθεο τῶν νεοτέρων χρόνων.

Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2016

Οι παραδοσιακοί νερόμυλοι της περιοχής Φλώρινας - Πρεσπών




Η περιοχή της Φλώρινας που βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο της χώρας διαπερνάται κάθετα από την οροσειρά του Βαρνούντα, η οποία αποτελεί συνέχεια της βόρειας Πίνδου. Αυτός ο ορεινός όγκος, ξεκινώντας από το πεδινό υψόμετρο των 660 μ., αγγίζει στην ελληνική πλευρά τα 2.200 μ., ενώ η κορυφογραμμή του χωρίζει την περιοχή σε δυτικό τμήμα, το οποίο είναι το οροπέδιο των Πρεσπών με μέσο υψόμετρο τα 850 μ., και σε ανατολικό, δηλαδή την πεδιάδα της πόλης της Φλώρινας σε υψόμετρο 650 μ.

Το έντονο ανάγλυφο και η εκτεταμένη περίοδος βροχοπτώσεων ενός ηπειρωτικού κλίματος τροφοδοτούν έξι λίμνες (το υψηλότερο σύνολο στη χώρα σε επίπεδο νομών), ένα πυκνό δίκτυο από ρέματα και έναν πλούσιο υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα. Η μεγάλη σημασία του υδάτινου στοιχείου, ιδιαίτερα κατά τους προηγούμενους αιώνες, δεν εκφράστηκε μόνο από την οικιστική χωροθέτηση, αλλά και από τη χρησιμοποίησή του για την εξυπηρέτηση βασικών καθημερινών αναγκών (σημ. 1).

Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η κατασκευή πληθώρας νερόμυλων που συναντάται τόσο στην εξεταζόμενη περιοχή που ορίζεται από τις δύο πλευρές της οροσειράς του Βαρνούντα, όσο και στο σύνολο της ευρύτερης περιοχής. Στο ανατολικό τμήμα του νομού, δηλαδή στην πεδιάδα από τους πρόποδες του όρους Βόρας (Καϊμακτσαλάν) μέχρι τον κάμπο του Αμυνταίου, νερόμυλοι υπήρχαν σχεδόν σε κάθε οικισμό που υπήρχαν τρεχούμενα νερά (σημ. 2). 


Ιδιαίτερες περιπτώσεις κτισμάτων νερόμυλων


Ιστορικό πλαίσιο της περιόδου ανέγερσης των νερόμυλων 

Η κατασκευή του συνόλου σχεδόν των νερόμυλων της περιοχής με τη σημερινή τους μορφή, χρονολογείται από τον 19ο αιώνα μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού (σημ. 3). Είναι η περίοδος κατά την οποία η ενιαία οθωμανοκρατούμενη Μακεδονία βρισκόταν σε μία παρατεταμένη περίοδο έντονων συγκρούσεων και εθνικών διεκδικήσεων. Παράλληλα όμως με τη διαρκή εθνικοαπελευθερωτική μάχη του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού, η περιοχή αναπτύσσει έναν τοπικό και ιδιαίτερα ενδιαφέροντα πολιτισμό που αποτυπώνεται στη λαϊκή παράδοση, στις περίτεχνες παραδοσιακές ενδυμασίες, στις γιορτές, στις μουσικές, στους χορούς και φυσικά στην αρχιτεκτονική.

Σημαντικός παράγοντας για την πολιτισμική δραστηριότητα της περιοχής αποτελούσε η πρωτεύουσα του Βιλαετιού, η γειτνιάζουσα πόλη του Μοναστηρίου, η σημαντικότερη της εποχής μαζί με τη Θεσσαλονίκη για ολόκληρη τη Μακεδονία. Η εκπαιδευτική και οικονομική εμβέλεια της πόλης ώθησε προς τη σταδιακή ανάπτυξη ολόκληρης της περιοχής, καθώς αφενός πολλοί κάτοικοι μετέβαιναν στο Μοναστήρι για να συνεχίσουν τις σπουδές τους στα περίφημα σχολεία, αφετέρου ο σιδηρόδρομος και η ύπαρξη δρόμου καραβανιών βελτίωσε τις εμπορικές δραστηριότητες και την προμήθεια αγαθών (σημ. 4). Αξιοσημείωτο παράγοντα των πολιτισμικών χαρακτηριστικών της εποχής αποτελεί ο οργανωμένος κοινοτικός βίος των επιμέρους οικισμών και η πολύπλευρη έκφρασή του σε διάφορες εκφάνσεις της ζωής. 


Ο γεωγραφικός εντοπισμός των νερόμυλων & η ερμηνεία του 

Η πόλη της Φλώρινας με τους γύρω οικισμούς, αποτελούν το οικιστικό δίκτυο στους ανατολικούς πρόποδες του όρους του Βαρνούντα. Σε καθέναν από αυτούς τους οικισμούς, έχει εντοπιστεί πληθώρα νερόμυλων με ποικίλη τυπολογία.

Στη δυτική πλευρά του Βαρνούντα βρίσκεται το οροπέδιο των Πρεσπών με τις δύο λίμνες, τη Μικρή και τη Μεγάλη Πρέσπα. Το ελληνικό τμήμα των Πρεσπών αριθμεί 13 οικισμούς, ενώ είναι χαρακτηρισμένο ως Εθνικό Πάρκο και αποτελεί ίσως τον σημαντικότερο βιότοπο της ελληνικής επικράτειας, με ιδιαίτερα σπάνια χλωρίδα και πανίδα (σημ. 5).




Μετά από προσεκτική ανάγνωση του «Γαλλικού Χάρτη» της πόλης της Φλώρινας του 1919 (σημ. 6), διαπιστώθηκε η ύπαρξη 6 νερόμυλων, ενώ είναι πιθανή η επισήμανση άλλων 6. Από αυτό το σύνολο σήμερα εντοπίστηκαν μόνο οι δύο, οι οποίοι σώζονται σε μορφή ερειπίων (σημ. 7). Για τους γειτονικούς μικρότερους οικισμούς της ανατολικής πλευράς του Βαρνούντα, οι πληροφορίες για τους μύλους στηρίζονται σε μαρτυρίες των κατοίκων, οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις οδήγησαν στον εντοπισμό τους. Οι μύλοι καταγράφηκαν λεπτομερώς ανά οικισμό και ταξινομήθηκαν ανάλογα με τον τύπο τους αλλά και με την κατάσταση στην οποία βρίσκονται.

Συνοπτικά αναφέρεται ότι στην υδρολεκάνη της Φλώρινας και συγκεκριμένα στους οικισμούς Αλώνων, Πρώτης, Κλαδοράχης, Άνω και Κάτω Κλεινών, Ακρίτα, Παρωρίου, Αγίας Παρασκευής, Εθνικού, Κρατερού, Νίκης, Σκοπιάς, Τροπαιούχου, Πολυποτάμου, Ατραπού, Περάσματος, Κολχικής, Φλάμπουρου, Άνω και Κάτω Υδρούσας, Αμμοχωρίου, Λεπτοκαρυάς, Κολχικής, Φλαμπούρου, Δροσοπηγής, Μαρίνας, Παπαγιάννη, Ιτέας, Νεοχωρακίου, Τριποτάμου, Μελίτης, Αχλάδας, Σκοπού, και Παλαίστρας συνολικά εντοπίστηκαν 205 νερόμυλοι με 263 μηχανισμούς.

Από αυτούς τους νερόμυλους οι 156 είναι μονοί (6 σε καλή κατάσταση και 24 σε κρίσιμη, οι υπόλοιποι σε ερειπιώδη κατάσταση), οι 43 διπλοί (4 σε καλή κατάσταση, 5 σε κρίσιμη και οι υπόλοιποι σε ερειπιώδη κατάσταση), οι 3 τριπλοί (όλοι σε καλή κατάσταση) και οι 3 τετραπλοί (οι δύο σε κρίσιμη κατάσταση και ο ένας σε ερειπιώδη κατάσταση). Πέραν των μηχανισμών των αλευρόμυλων, έχουν εντοπιστεί οι θέσεις από συνολικά 7 μαντάνια και νεροτριβές, από τα οποία όμως σώζεται μόνο μία νεροτριβή σε μέτρια κατάσταση στο μύλο της Δροσοπηγής. Στη δυτική πλευρά της οροσειράς, και ειδικότερα στους πρόποδες του Βαρνούντα όπου αφθονούν τα ρέματα, υπήρχε ένας αξιοσημείωτος αριθμός υδρόμυλων. 


Εξωτερική & εσωτερική άποψη του σωζόμενου μύλου της Δροσοπηγής

Η λαογραφία μάλιστα συνδυάζει τη λειτουργία των νερόμυλων της Πρέσπας με τη μεταφορά των σιτηρών με τις παραδοσιακές πλάβες, προς τους οικισμούς που είχαν μύλους. Σύμφωνα με τον Γάλλο ερευνητή Le Bras, ο οποίος έχει κάνει πρόσφατα μία πρώτη καταγραφή των μύλων της περιοχής, στο σύνολο της τριεθνούς Πρέσπας έχουν καταγραφεί 92 κτίρια νερόμυλων, στους οποίους λειτουργούσαν 126 μηχανισμοί (σημ. 8). Πολλοί από αυτούς ήταν διπλοί ή τριπλοί, ενώ άλλοι είχαν μαντάνια και νεροτριβές. 

Στην ελληνική πλευρά, ο μεγαλύτερος αριθμός μύλων συγκεντρώνονταν στους οικισμούς του Αγίου Γερμανού (όπου λειτουργούσαν 9 μύλοι με δύο μαντάνια και νεροτριβές, ενώ σήμερα εντοπίζονται οι 4 – όλοι σε ερειπιώδη κατάσταση, πλην αυτού που αποκαταστάθηκε πρόσφατα) και του Λαιμού (5 μύλοι, οι δύο σε σχετικά καλή κατάσταση και ο ένας σε κρίσιμη), που βρίσκονται στην πορεία του ποταμού του Αγίου Γερμανού, ο οποίος είναι ο μεγαλύτερος ποταμός της λεκάνης της Πρέσπας.


Ο μύλος του Αγίου Γερμανού στις Πρέσπες

Στους υπόλοιπους οικισμούς καταγράφεται ένας διώροφος μύλος στον οικισμό της Καλλιθέας, που σώζεται σε κρίσιμη κατάσταση και ένας στον οικισμό του Λευκώνα, από τον οποίο σώζονται λίγα ίχνη. Το γεγονός της πληθώρας των νερόμυλων στην περιοχή οφείλεται στην ύπαρξη μεγάλου όγκου διερχόμενων υδάτων υπό κλίση και αποτελεί ένα αν μη τι άλλο αξιόλογο δείγμα ακόμα και για την ελληνική επικράτεια. Ο σημαντικότερος λόγος της ύπαρξης πληθώρας νερών σε ολόκληρη την οροσειρά του Βαρνούντα είναι ότι τα βουνά αποτελούνται κυρίως από γρανιτικά πετρώματα που, ως αδιαπέρατα από το νερό, το αναγκάζουν να ρέει επιφανειακά.

Από την έρευνα που πραγματοποιήθηκε στην περιοχή, μπορούν να εξαχθούν κάποιες αξιοσημείωτες παρατηρήσεις. Μία πρώτη διαπίστωση, χωρίς να ισχύει όμως κατ’ αποκλειστικότητα, είναι ότι στους ορεινότερους οικισμούς, όπως για παράδειγμα ο Ακρίτας, το Κρατερό και ο Πολυπόταμος, υπήρχε ένας μεγάλος αριθμός νερόμυλων, αλλά σχεδόν στο σύνολό τους είναι μικρές κατασκευές με έναν μηχανισμό.


Απόψεις από τους νερόμυλους του οικισμού του Κρατερού

Στους οικισμούς οι οποίοι βρίσκονται στους πρόποδες της οροσειράς, όπως είναι οι Άνω Κλεινές και το Εθνικό, υπήρχαν μεγαλύτεροι μύλοι, με δύο ή και τρεις μηχανισμούς. Το γεγονός αυτό σχετίζεται με το ότι σε μεγαλύτερα υψόμετρα δεν έχουν συγκεντρωθεί όλα τα καθοδικά ρέματα της οροσειράς, σε αντίθεση με τους κατώτερους οικισμούς, όπου βρίσκεται η κατάληξη όλων των καθοδικών υδρορροών. Επίσης, μόλις απομακρυνόμαστε προς την πεδιάδα, όπως είναι ο οικισμός της Αγίας Παρασκευής, οι Κάτω Κλεινές, το Πέρασμα κ.ά. οι νερόμυλοι είναι ελάχιστοι, αλλά συναντώνται ευμεγέθεις κατασκευές, όπως ο τριπλός μύλος του Αμμοχωρίου, ή οι τετραπλοί σε Μελίτη, Νεοχωράκι και Παπαγιάννη.

Ασφαλώς όμως, σημαντικός παράγοντας για τον αριθμό των μύλων ήταν και ο πληθυσμός του εκάστοτε οικισμού. Ένα επιπλέον στοιχείο που σχετίζεται με την ύπαρξη μεγαλύτερων ή «πολυτελέστερων» μύλων, είναι η εγκατάσταση ή μη στον εκάστοτε οικισμό Τούρκων κατοίκων κατά την περίοδο της Οθωμανοκρατίας και κατά συνέπεια η ύπαρξη ή μη τούρκικων ιδιοκτησιών μύλων (σημ. 9).

Από τις μαρτυρίες και από τα τυπολογικά στοιχεία εξάγεται ένα βέβαιο συμπέρασμα: οι μονοί μύλοι είναι οικογενειακοί και εξυπηρετούν αποκλειστικά τις ανάγκες της οικογένειας ή και των συγγενικών οικογενειών (σημ. 10), ενώ οι μεγαλύτεροι, αυτοί με δύο ή τρεις μηχανισμούς, χρησίμευαν κυρίως για εμπορικούς σκοπούς. Αξιόλογο θέμα έρευνας είναι και η τοποθέτηση των μύλων ως προς τον οικισμό. Η τοποθέτησή τους γίνεται κατ’ αρχάς σε κοντινά σημεία ως προς τους ποταμούς, ενώ στις περιπτώσεις όπου υπάρχουν λίγοι μύλοι σε αριθμό, βρίσκονται σχεδόν πάντα εντός των οικισμών, και σε περιπτώσεις πολλών κτισμάτων, η τοποθέτηση εντός και εκτός οικισμού μοιράζεται (σημ. 11). Ασφαλώς, οι περιπτώσεις αυτές μπορεί να συνδυάζονται (να μην αποκλείει η μία την άλλη), ανάλογα με τα τοπικά και ιστορικοκοινωνικά στοιχεία της κάθε περιοχής.

Απόσπασμα γενικού σχεδίου της μελέτης των μύλων του Κρατερού

Η σημασία των μύλων δεν περιορίζεται απλώς στην εξυπηρέτηση καθημερινών αναγκών, όπως η παραγωγή αλευριού. Η όλη διαδικασία του αλέσματος κατείχε καίρια θέση στη ζωή των κατοίκων και είναι σημάδι της κοινωνικής, κοινοτικής και οικογενειακής οργάνωσης, αλλά και του δεσμού που συνέδεε τα μέλη αυτής της κοινωνίας. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα, όπως σε αυτές των μεγαλύτερων εμπορικών μύλων, εμφανίζεται ακόμα και ως επικερδής επιχείρηση. Αξιοσημείωτη όμως είναι και η τεχνολογική τους σημασία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι βρίσκονται σε επαρχιακούς οικισμούς και σε μία εποχή (μέχρι τις αρχές 20ού αι.) όπου η βιομηχανοποίηση και τα παράγωγά της καθυστέρησαν να διαδοθούν. Αν και η όλη λειτουργία του μύλου ήταν ευρέως διαδεδομένη ήδη από την αρχαιότητα (σημ. 12), οι λεπτομέρειες των εξαρτημάτων, καθώς και οι ιδιαιτερότητες που εμφανίζουν σε ορισμένα σημεία, αποτελούν τοπικές θαυμαστές επινοήσεις. 


Τυπολογία κτισμάτων & μηχανισμοί 

Όσον αφορά στην τυπολογία των κτισμάτων των υδρόμυλων, αν και ο όρος ίσως να μην είναι ο πλέον δόκιμος για την πρώτη κατάταξη που επιχειρείται με τα υπάρχοντα στοιχεία, μπορούν να ξεχωρίσουν τρεις τύποι μύλων: ο πρώτος είναι αυτός με έναν μηχανισμό και με σχετικά τετράγωνες διαστάσεις, περίπου 4,0×5,0 μέτρα. Ο δεύτερος τύπος είναι με δύο μηχανισμούς, όπου η αναλογία των διαστάσεων ανέρχεται περίπου σε 4,0×8,0 μέτρα. Τέλος, δεν λείπουν και οι περιπτώσεις κτισμάτων με ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις και με περισσότερους μηχανισμούς, όπως τρεις ή τέσσερις, αλλά είναι αρκετά σπάνιες.

Απόσπασμα γενικού σχεδίου της μελέτης των μύλων του Κρατερού

Εντός των κτισμάτων υπήρχε ένας χώρος διημέρευσης για τον μυλωνά, γεγονός που σε ορισμένες περιπτώσεις μονών και διπλών μύλων δημιούργησε έναn επιπλέον διακριτό όγκο, διασπώντας την τετράπλευρη κανονικότητα. Για αυτήν τη συγκεκριμένη χρήση, στον τριπλό μύλο δημιουργήθηκε ένας εσωτερικός χωριστός υποχώρος. Σε μερικές περιπτώσεις, σε διπλούς ή τριπλούς μύλους, η κατοικία του μυλωνά είναι ανεξάρτητη και προσκολλημένη στο κυρίως κτίριο του μύλου (όπως για παράδειγμα στην Αγία Παρασκευή, στις Κάτω Κλεινές, στη Σκοπιά και στο Πέρασμα), ενώ εντοπίστηκαν και ορισμένα διώροφα κτίσματα με το μύλο στο ισόγειο και την κατοικία στον όροφο (Τριανταφυλλιά, Μελίτη, Καλλιθέα).

Η τυπική κατασκευή του υδρόμυλου της περιοχής αποτελείται από δύο επίπεδα, τη βάση και τον κύριο χώρο. Στην κατώτερη στάθμη του μύλου γίνεται η είσοδος του νερού υπό πίεση, μέσω ενός μεταλλικού σωλήνα (βαράρι), το οποίο θέτει σε περιστροφική κίνηση την οριζόντια μεταλλική φτερωτή. Στη συνέχεια, το νερό απομακρύνεται από το μύλο μέσω ενός ανοίγματος, το οποίο βρίσκεται στην απέναντι πλευρά από την οπή εισόδου, όπου θα συνεχίσει την πορεία του για τον επόμενο μύλο ή θα επιστρέψει στον υδροδότη ποταμό. Στο κέντρο της φτερωτής, είναι κάθετα τοποθετημένος ο ξύλινος άξονας, που θέτει σε κίνηση την πάνω από τις δύο μυλόπετρες, οι οποίες βρίσκονται στην ανώτερη στάθμη. Πάνω από αυτές, είναι τοποθετημένη η ξύλινη κοφίνα, η οποία γεμίζεται με τα σιτηρά. Από το κάτω τμήμα της και στη μέση από τις δύο μυλόπετρες διοχετεύονται οι καρποί, όπου και γίνεται η σύνθλιψή τους. Μπροστά από τις μυλόπετρες υπάρχει η ξύλινη αλευροθήκη ώστε να συσσωρεύεται το τελικό προϊόν, το αλεύρι.

Απόψεις από τους νερόμυλους του οικισμού του Κρατερού

 Μοναδικής μορφής για ολόκληρη την περιοχή και πιθανότατα ο αρχαιότερος σωζόμενος υδρόμυλος (19ος αιώνας) της περιοχής της Φλώρινας είναι ο μύλος της Δροσοπηγής. Πρόκειται για λιθόκτιστο και καμαροσκεπές κτίσμα, όπου η επικάλυψή του γίνεται από σχιστόπλακες (σημ. 13). Στο μύλο υπήρχαν τρεις αλεστικοί μηχανισμοί, μαντάνι και νεροτριβή, ενώ στο εσωτερικό του υπάρχει ιδιαίτερος χώρος για τον μυλωνά και τους πελάτες του. Οι μεταλλικές κατασκευές των μηχανισμών, όπως η φτερωτή και ορισμένα βαράρια, είναι πιθανόν να ανάγονται στους Γάλλους, οι οποίοι βρίσκονταν στην περιοχή κατά τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα. Αυτό συμπεραίνεται από την ιδιαίτερη συνδεσμολογία και τη λεπτομέρεια των κατασκευών, οι οποίες ταυτίζονται με την κατασκευαστική τεχνολογία των μεταλλικών στοιχείων που διέδοσαν οι Γάλλοι.

Από τον μεγάλο αριθμό παρόμοιων τέτοιων κατασκευών οδηγούμαστε στη διαπίστωση ότι υπήρχε οργανωμένη παραγωγή και εμπορία μεταλλικών στοιχείων, εξειδικευμένων για τους μύλους. Σε αυτή την εμπορικότητα συνέβαλε καθοριστικά, ήδη από το 1893, η σιδηροδρομική σύνδεση Μοναστηρίου-Θεσσαλονίκης, οπότε τα αγαθά από τις δύο μεγαλουπόλεις της περιοχής έφθαναν ευκολότερα στις ενδιάμεσες μικρότερες πόλεις και σε κάθε οικισμό.

Αντίστοιχη εμπορική διακίνηση παρατηρείται και για τους λίθους που χρησίμευαν για τις μυλόπετρες, οι οποίοι φθάνοντας στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης κατέληγαν σε ολόκληρη τη Μακεδονία. Μία τέτοια περίπτωση είναι οι περίφημες ποιοτικές μυλόπετρες από τη Φώκαια της Μικράς Ασίας, όπου ο τόπος προέλευσής τους τους έδωσε την ονομασία «φόκα». Από τις αρχές του 20ού αιώνα, την περίοδο της διάδοσης της εκβιομηχάνισης, εμφανίζονται αντίστοιχα και οι βιομηχανοποιημένες μυλόπετρες, οι οποίες προέρχονται κατά κύριο λόγο από τη Θεσσαλονίκη. 

«Βιομηχανοποιημένη» μυλόπετρα (1905) - Μύλοι του οικισμού της Σκοπιάς


Προτάσεις ανάδειξης - αξιοποίησης 

Για την εξεταζόμενη περιοχή έχουν πραγματοποιηθεί δύο μελέτες, οι οποίες, παρά το γεγονός ότι αποτελούν κατά βάση δύο διαφορετικούς και ανεξάρτητους χειρισμούς, εντάσσονται ωστόσο σε μία γενικότερη αντίληψη για την ανάδειξη του ορεινού πολιτισμού, μέσω της αξιοποίησης του «κοιμώμενου» κτιριακού και φυσικού υπόβαθρου (σημ. 14). Είναι δύο προτάσεις που έρχονται να συμβάλουν στη σύγχρονη προβληματική για τη διάσωση των ιστορικών οικισμών, την αναβίωση της υπαίθρου, τη δημιουργία κινήτρων για την επιστροφή κατοίκων και, γιατί όχι, μία ήπια και εναλλακτική αναπτυξιακή πρόταση, στο δυσμενές οικονομικό περιβάλλον.

Όσον αφορά στην ανατολική πλευρά του όρους Βαρνούντα, βασικό κορμό της μελέτης «Διαδρομές σύνδεσης και ανάδειξης νερόμυλων Κρατερού» αποτελεί το κτιριακό σύνολο των νερόμυλων και ο μεταξύ τους κοινόχρηστος χώρος. Η δημιουργία περιηγητικής διαδρομής και η εκμετάλλευση κάθε φυσικού και πολιτισμικού στοιχείου έχει σαν αποτέλεσμα τον μουσειακό χαρακτήρα των μύλων, συνδυαζόμενο με δράσεις όπως οι περιβαλλοντολογικές ξεναγήσεις, η φυσιολατρική ορειβασία, η ορεινή ποδηλασία κ.ά. Η πρόταση επιπλέον στοχεύει στο να καταστήσει τους μύλους επίκεντρο για την ολική αναβάθμιση του οικισμού.

Οι παλαιότερες επεμβάσεις ανάπλασης που έγιναν στην πλατεία και στο σχολείο, προτείνεται να επεκταθούν σε ολόκληρο τoν οικισμό με την επέμβαση και σε άλλα τμήματα, όπως με την ανάπλαση μικρών τμημάτων, τη λιθόστρωση μονοπατιών κ.ά. Το μικρό μέγεθος του οικισμού, άλλωστε, ενδείκνυται για παρόμοιους ολικούς χειρισμούς, καθώς ένας σχετικά περιορισμένος προϋπολογισμός μπορεί να αναπλάσει το σύνολό του. Επιπλέον, η εν εξελίξει μελέτη αποκατάστασης του ναού του Αγίου Νικολάου, μία αξιόλογη μεταβυζαντινή τρίκλιτη βασιλική του 1836, με ιδιαίτερης καλλιτεχνικής αξίας ζωγραφικό διάκοσμο, ολοκληρώνει την οικιστική αναβάθμιση, προσφέροντας σημαντικούς λόγους επίσκεψης και διαμονής.

Στη δυτική πλευρά του Βαρνούντα ολοκληρώθηκε πρόσφατα το έργο αποκατάστασης και ανάδειξης ενός ιδιαίτερου μύλου με τρεις διαφορετικούς μηχανισμούς, αλευρόμυλου, νεροτριβής και μαντανιού. Οι μηχανισμοί του είναι πλήρως λειτουργικοί και σύντομα ο μύλος θα είναι επισκέψιμος και θα λειτουργεί παράλληλα και ως μουσειακός χώρος, ως ένα «ζωντανό» μνημείο της προβιομηχανικής μας ιστορίας. Ο δασικός δρόμος, που διανοίχτηκε πριν από περίπου 15 χρόνια και συνδέει το Κρατερό με τον Άγιο Γερμανό, διασχίζοντας την οροσειρά του Βαρνούντα, δίνει προφανή ώθηση στη σύνδεση των δύο οικισμών και των δύο περιοχών.

Πέραν της δεδομένης πλέον δυναμικής της περιοχής του Πάρκου των Πρεσπών, δημιουργείται μία επιπλέον θεματική διασύνδεση των δύο οικισμών μέσω της αποκατάστασης και επανάχρησης του υδρόμυλου του Αγίου Γερμανού. Οι επισκέπτες φτάνοντας στον Άγιο Γερμανό θα έχουν τη δυνατότητα να επισκεφθούν έναν λειτουργικό μύλο (αλευρόμυλο, νεροτριβή και μαντάνι) και να πάρουν αναλυτικές πληροφορίες για την ιστορία των μύλων, τη λειτουργία τους και για τον τρόπο με τον οποίο ο εν λόγω μύλος συνδέεται με το μοναδικό φυσικό οικοσύστημα του υδροδότη ποταμού του Αγίου Γερμανού.

Οι παραπάνω προτάσεις ανάδειξης - αξιοποίησης στηρίζονται σε μελέτες των αξιόλογων αρχιτεκτόνων κο Σοφοκλή Κωτσόπουλο, Δρ Αρχιτέκτονας Μηχανικό,   κο Αχιλλέα Στόιο-Χριστόπουλο, Διπλ. Αρχιτέκτονα Μηχανικό και κα Αγγέλα Γεωργαντά, Διπλ. Αρχιτέκτονα Μηχανικό.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 

1. Η χωροθέτηση των οικισμών εξαρτάται από ένα σύνολο παραγόντων, όπως η αμυντική προστασία, το έδαφος, η επικοινωνία με άλλους οικισμούς κ.ά. Ωστόσο καταλυτικός παράγοντας για τη χωροθέτηση ήταν η ύπαρξη νερού και η εκμετάλλευσή του. 

2. Αξιοσημείωτη είναι η ύπαρξη ακόμα και ανεμόμυλου, στον οικισμό του Αγίου Παντελεήμονα, στην περιοχή του Αμυνταίου, η οποία στερείται τρεχούμενα νερά αλλά όχι και ανέμους. 

3. Ο 19ος αιώνας και η αρχή του 20ού ήταν η περίοδος της μεγάλης ανάπτυξης των νερόμυλων για την περιοχή της Μακεδονίας και της Θράκης: Φ. Οικονομίδου / Ζ. Σκαμπάλης, Στους μύλους της Μακεδονίας και της Θράκης, ΥΠΠΟ – Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας Θράκης, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 4. 

4. Για την πόλη του Μοναστηρίου: Σοφοκλής Κωτσόπουλος, Η αρχιτεκτονική του Μοναστηρίου (Βιτώλια). Εθνοτική συνύπαρξη και αστικοί μετασχηματισμοί (1863-1912), Διδακτορική Διατριβή - Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 2014. 

5. Παράλληλα με το φυσικό περιβάλλον, το ιστορικό παρελθόν της περιοχής της Πρέσπας αποτυπώνεται στην πλούσια παρακαταθήκη της βυζαντινής και μεταβυζαντινής ναοδομίας, καθώς και στη λαϊκή παραδοσιακή αρχιτεκτονική των δύο περασμένων αιώνων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα οικισμών αποτελούν οι Ψαράδες και ο Άγιος Γερμανός. Ενδεικτικά για την Πρέσπα: Νίκος Μουτσόπουλος, Εκκλησίες του Νομού Φλώρινας, Μαλλιάρης παιδεία, Θεσσαλονίκη 2003. Επίσης, Γ. Καραδέδος / Π. Τσολάκης, «Πρέσπες», στο Γ. Λάββας (επιμ.), Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Τόμος 7: Μακεδονία Α’, Μέλισσα, Αθήνα 1998, σ. 160-198. 

6. Για τον Γαλλικό Χάρτη της Φλώρινας: Ευθαλία Τσαπάνου-Κωτσοπούλου, Η πορεία του ρυμοτομικού σχεδίου πόλης Φλώρινας, Φλώρινα 2002. 

7. Για το θέμα των μύλων της Φλώρινας έχει κάνει δημοσιευμένες αναφορές στον τοπικό και ηλεκτρονικό τύπο και ο λαογράφος της Φλώρινας Δημήτρης Μεκάσης. 

8. Gwenaël Le Bras, Παραδοσιακοί Φούρνοι και Μύλοι στην Πρέσπα, Λαιμός Πρεσπών 2007. 

9. Στους οικισμούς του κάμπου εντοπίζονται κατά κύριο λόγο διπλοί ή τριπλοί μύλοι, κάποιοι από τους οποίους αποτελούσαν τούρκικες ιδιοκτησίες, ενώ μετά την απελευθέρωση του 1912 και την ανταλλαγή των πληθυσμών οι εν λόγω μύλοι πέρασαν στην κυριότητα Ελλήνων. Αρκετοί από αυτούς κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου ανήκαν σε επιχειρηματίες της εποχής, κατοίκους της πόλης της Φλώρινας, οι οποίοι ανέθεταν τη λειτουργία του μύλου σε τοπικούς μυλωνάδες. 

10. Είναι χαρακτηριστικό ότι σχεδόν όλοι οι οικογενειακοί μύλοι είναι γνωστοί με το όνομα ή τα ονόματα των οικογενειών που τους χρησιμοποιούσαν. 

11. Χαρακτηριστική είναι σημείωση σε έρευνα για τους μύλους της Μακεδονίας, όπου εντοπίζεται το 45% αυτών εκτός των οικισμών και το 55% εντός: Αναστασία Βαλαβανίδου, Οι υδρόμυλοι της Μακεδονίας, Διδακτορική Διατριβή - Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Α.Π.Θ., Τόμος Β’, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 732. 

12. Για την πρώτη εμφάνιση των μύλων έχουν διατυπωθεί ποικίλες θεωρίες, ωστόσο, η τεχνολογία του υδρόμυλου και του ελληνικού τύπου της οριζόντιας φτερωτής ανάγεται στην αρχαία Ελλάδα, περί τον 1ο αιώνα μ.Χ. και αναπτύχθηκε ιδιαίτερα κατά τα βυζαντινά χρόνια: Χαρίκλεια Σιαξαμπάνη-Στεφάνου, Νερόμυλοι Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών χρόνων στην πέριξ της Θεσσαλονίκης περιοχή, Διδακτορική Διατριβή - Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 2014, σ. 24-31. 

13. Επισημαίνεται μάλιστα ότι μαζί με τον ναό του Αγίου Δημητρίου στο Παρώρι είναι πιθανό να αποτελούν τα μοναδικά καμαροσκεπή κτίσματα σε ολόκληρο το νομό. Η λιθόκτιστη καμάρα κατασκευασμένη με την ακτινωτή τοποθέτηση των λίθων είναι μία τεχνική που σπανίζει σε ολόκληρη την ευρύτερη περιοχή. Μία εξήγηση για την ύπαρξη μιας τέτοιας κατασκευής στη Δροσοπηγή είναι ότι ο οικισμός αποτελούσε ένα από τα περίφημα μαστοροχώρια της περιοχής. 

14. Οι δύο μελέτες παρουσιάστηκαν από τους συγγραφείς σε ειδική ημερίδα που διοργάνωσε το Ινστιτούτο των Ελληνικών Μύλων με θέμα «Οι παραδοσιακοί Μύλοι στους οικισμούς Αγίου Γερμανού και Κρατερού του όρους Βαρνούντας στο νομό Φλώρινας», στις 15/12/2012. Επιπλέον, η μελέτη του Αγ. Γερμανού παρουσιάστηκε σε συνέδριο: Α. Γεωργαντά / Α. Στόιος, Μελέτη αποκατάστασης και ανάδειξης του Παραδοσιακού Μύλου του Αγ. Γερμανού Πρεσπών (αλευρόμυλος, νεροτριβή και μαντάνι), στο Συνέδριο: Βιομηχανική κληρονομιά: αναβίωση και βιωσιμότητα, Αθήνα 2013. 

Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2016

Οι καλικάντζαροι του Δωδεκαημέρου


Εικόνα από το Αναγνωστικό της Δ’ Δημοτικού (έκδοση ΟΕΔΒ, 1961)

ΔΟΞΑΣΙΕΣ & ΕΘΙΜΑ

Το Δωδεκαήμερο είναι γνωστός λαογραφικός όρος, που αναφέρεται στο διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στην παραμονή των Χριστουγέννων και τα Φώτα. 

Το Δωδεκαήμερο είναι έννοια χρονική και δεισιδαιμονική, που τη γνωρίζουν και τη χρησιμοποιούν οι Έλληνες από τα βυζαντινά χρόνια, αλλά και οι άλλοι  λαοί της Ευρώπης από τα μεσαιωνικά.

Σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες, στο διάστημα των ημερών αυτών παρατηρείται μια κυκλοφορία κακών πνευμάτων πάνω στη γη, που κυρίως τις νύχτες, αναγκάζουν τους ανθρώπους να περιορίζονται μέσα στα σπίτια τους, συγκεντρωμένοι γύρω από την προστατευτική φωτιά, της οικογενειακής εστίας, που την τιμούν με λατρεία. 

Η περίοδος του Δωδεκαημέρου θεωρείται επικίνδυνη, επειδή τις νύχτες, που είναι και οι μεγαλύτερες του έτους, κυκλοφορούν πάνω στη γη οι Kαλικάντζαροι. 


Καλικάντζαροι, βυζαντινή τοιχογραφία

Οι Καλικάντζαροι είναι δαιμόνια εύθυμα και άτακτα, που άφησαν για λίγο την κατοικία τους στα έγκατα της γης κι ανέβηκαν στην επιφάνεια για να πειράξουν τους ανθρώπους. 

Μέρα και νύχτα, όλο το Δωδεκαήμερο, η φωτιά που κρατάει τους Καλικαντζάρους μακριά δεν σβήνει από την οικογενειακή εστία. Ο νοικοκύρης έχει επιλέξει ένα ξύλο χοντρό από δένδρο αγκαθερό, που ο λαός πιστεύει ότι τα αγκάθια διώχνουν τα δαιμόνια. Το ξύλο αυτό το λένε Χριστόξυλο ή Δωδεκαμερίτη ή Σκαρκάντζαλο. 

Το Χριστόξυλο θα καίγεται μέρα-νύχτα, όλο το Δωδεκαήμερο. Πριν το ρίξουν στη φωτιά το ραίνουν με καταχύσματα, δηλαδή ξηρούς καρπούς. 




Σε πολλά μέρη της Ελλάδος βάζουν δύο ή τρία ξύλα μαζί και κάνουν το «πάντρεμα της φωτιάς», το ένα από ίσιο, αρσενικό δένδρο, όπως ο κέδρος, που συμβολίζει τον νοικοκύρη του σπιτιού, το δεύτερο από θηλυκό, από αγριοκερασιά ή αχλαδιά, με παρακλάδια, που συμβολίζει τη νοικοκυρά και το τρίτο συμβολίζει τον κουμπάρο, πρόσωπο απαραίτητο σε κάθε γάμο. 

Στη Λευκάδα ο νοικοκύρης του σπιτιού ρίχνει πάνω σ’ αυτά λάδι και κρασί, σαν να κάνει σπονδή. Σε άλλα μέρη της Ελλάδος ρίχνουν πάνω στη φωτιά φυτά που καιόμενα κάνουν κρότο, όπως οι σπαραγγιές. Οι κρότοι και ο καπνός, όπως πιστεύει ο λαός, διώχνουν μακριά τα φίδια και τα δαιμόνια. 

Τα ξύλα που απομένουν από τη φωτιά του Δωδεκαημέρου, οι χωρικοί τα μπήγουν στα χωράφια τους για να καρπίζουν τα στάρια. Τη στάχτη τη σκορπίζουν στα τέσσερα σημεία του σπιτιού, στις αυλές, τους στάβλους, τα περιβόλια και τους κήπους, για να διώξουν μακριά κάθε κακό. 

Στη Βόρεια Ελλάδα, στον Πόντο άλλοτε, κ.α. ανάβουν μεγάλες φωτιές στις πλατείες των χωριών και των κωμοπόλεων ή στο ψηλότερο σημείο τους. Μικροί και μεγάλοι τραγουδούν γύρω από τη φωτιά, κτυπώντας συγχρόνως κουδούνια. Έτσι με τη φωτιά και τους ήχους των κουδουνιών πιστεύουν ότι κρατούν μακριά τα δαιμόνια του Δωδεκαημέρου. Για τον ίδιο λόγο, τα παλιότερα χρόνια οι διαβάτες του ήταν υποχρεωμένοι να βγουν νυχτιάτικα έξω από τα σπίτια τους κρατούσαν στο χέρι τους ένα δαυλί αναμμένο. 

Το έθιμο των μεταμφιέσεων, που παρατηρείται στον βορειοελλαδικό χώρο, Μακεδονία, Θράκη, Θεσσαλία, φαίνεται πως έχει κάποια σχέση με τους Καλικάντζαρους. Τους μεταμφιεσμένους ονομάζουν Ρογκάτσια ή Ρογκατσάρια ή Μωμόγερους. Μεταμφιέζονται σε λύκους, τράγους, αρκούδες, φορώντας τα τομάρια τους. Τριγυρίζουν στις γειτονιές του χωριού τους, μπαίνουν στα σπίτια, τραγουδούν και μαζεύουν δώρα. 

Τα Ρογκατσάρια στην Παλιουριά Γρεβενών

Υπάρχει η άποψη ότι οι μεταμφιέσεις αυτές συμβολίζουν τον χειμώνα, αλλά και τις ψυχές των νεκρών, που έρχονται στον Απάνω Κόσμο τέτοια εποχή και ενοχλούν τους ζωντανούς. Αυτοί οι μεταμφιεσμένοι με τα καμώματά τους φόβιζαν τους ανθρώπους και ιδιαιτέρως τα παιδιά, τόσο στα βυζαντινά όσο και στα μετά την Άλωση χρόνια, γι’ αυτό η λαϊκή φαντασία τούς έδωσε υπόσταση και μορφή Καλικαντζάρων. 

Μια άλλη θεωρία υποστηρίζει ότι η δημιουργία των Καλικαντζάρων οφείλεται στο φόβο των ζωντανών για τους νεκρούς. Σύμφωνα με τη λαϊκή λατρεία, οι πεθαμένοι, οι μνημοράτοι, κατά την περίοδο του Δωδεκαημέρου ανεβαίνουν στον Απάνω Κόσμο και ενοχλούν τους ζωντανούς, χωρίς όμως να τους προκαλούν κάποιο σημαντικό κακό. 

Στην Κεφαλονιά, αλλά και στα άλλα νησιά του Ιονίου, τα δαιμονικά αυτά όντα τα λένε Παγανά. Η λέξη σχετίζεται με τον Παγανισμό και τη λατρεία των Αρχαίων Ελλήνων. 

Οι Καλικάντζαροι, οι λυκάνθρωποι, οι δράκοι και οι μάγισσες, σε μας, αλλά και στους άλλους λαούς της Ευρώπης, είναι κυρίως πλάσματα της νύχτας και της υπαίθρου. Γενικά οι δοξασίες αυτές προέρχονται από ρωμαϊκές λατρευτικές συνήθειες γύρω από τις χειμερινές τροπές του Ηλίου, τότε που γιόρταζαν τα Σατουρνάλια, τις Καλένδες, τα Βοτά κ.ά. 



Οι άνθρωποι τότε πίστευαν ότι οι δυνάμεις του χειμώνα και του σκότους δεν ήθελαν να υποταχθούν στον «αήττητο Ήλιο». Εχθρός του Ήλιου είναι το σκοτάδι. Τα όντα που συμβολίζουν το σκοτάδι ζουν όλο το χρόνο στα έγκατα της γης και είναι εχθροί του Ήλιου, οι Καλικάντζαροι της λαϊκής μας παράδοσης.

Όλο το χρόνο, οι Καλικάντζαροι ροκανίζουν το γιγάντιο δένδρο που στηρίζει τη γη. Κι όταν δεν μένει παρά μόνον μια κλωστίτσα για να κοπεί το δένδρο και να καταστραφεί ο κόσμος, τότε έρχεται η Παραμονή των Χριστουγέννων, που ανεβαίνουν πάνω στη γη, όπου μένουν ως την Παραμονή των Φώτων. 

Στο διάστημα που οι Καλικάντζαροι τριγυρίζουν στον Απάνω Κόσμο, το δένδρο ξαναγίνεται ακέραιο, όπως πρώτα. Αυτό το δένδρο είναι ο Ήλιος, που ζωογονεί τη φύση, μέσα στην οποία ζούμε. Μετά το χειμερινό ηλιοστάσιο, το σκοτάδι υποχωρεί και το φως κερδίζει τη μάχη. Φως σημαίνει ζωή και ελπίδα. 

Όλοι σχεδόν οι λαοί της Γης περιγράφουν στους μύθους τους τον Ήλιο να πολεμάει με τις δυνάμεις του χειμώνα και του σκότους του και να βγαίνει νικητής. 




Η χριστιανική εκκλησία τοποθέτησε μέσα στις ημέρες αυτές, ως εξέχοντα λατρευτικά σημεία, τις γιορτές, των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων. Ο λαός προσαρμόστηκε στο νέο πνεύμα των εορτών, περιμένοντας να απαλλαγεί από τα «δαιμονικά» του Δωδεκαημέρου με τη γέννηση του Χριστού και τον αγιασμό των υδάτων. 

Τα λαϊκά έθιμα που εντοπίζονται κατά την περίοδο του Δωδεκαημέρου εκφράζουν τα περισσότερα με τον έναν ή τον άλλον τρόπο την έννοια του τέλους και της αρχής. Πρόκειται δηλαδή για διαβατήρια (σημ. 1) έθιμα που διερμηνεύουν την αγωνία που κατέχει τον άνθρωπο μπροστά στο τέλος μιας περιόδου της ζωής του, μιας χρονιάς που τελειώνει και μιας καινούργιας που αρχίζει ή τη μετάβαση από την εποχή του χειμώνα στην επερχόμενη άνοιξη. 

Από τις διάφορες θεωρίες που διατυπώθηκαν σχετικά με την προέλευση των Καλικαντζάρων, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν: 

Α) Η άποψη των Ν.Γ. Πολίτη και Φ. Κουκουλέ ότι οι Καλικάντζαροι έμειναν στη μνήμη του λαού από τους μεταμφιεσμένους των βυζαντινών χρόνων, που κατά το Δωδεκαήμερο τριγύριζαν ελεύθεροι και ελευθεριάζοντες στους δρόμους  πειράζοντας τους ανθρώπους. 

Β) Η άποψη του Κ. Ρωμαίου και άλλων λαογράφων ότι οι Καλικάντζαροι συμβολίζουν τους νεκρικούς δαίμονες, τους νεκυδαίμονες, που κατά την περίοδο των χειμερινών τροπών του Ηλίου ανέβαιναν από τον Άδη στη γη. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται από τις λαϊκές δοξασίες των Φαρασιωτών της Καππαδοκίας για τους μνημοράτους, δηλαδή τους πεθαμένους. Πίστευαν οι Φαρασιώτες ότι το Δωδεκαήμερο οι νεκροί επέστρεφαν στον Απάνω Κόσμο, τριγύριζαν τις νύχτες στους δρόμους και έμπαιναν στα σπίτια από τις καμινάδες. Για να απομακρύνουν τους μνημοράτους, οι Φαρασιώτες έκαιγαν στη φωτιά του τζακιού τους λιβάνι. 

Έτσι τα δαιμόνια του Δωδεκαημέρου, οι Καλικάντζαροι, δεν είναι άλλοι από τους Κήρες, δηλαδή τις ψυχές που κατοικούν στον Άδη. Κατά τη γιορτή των Ανθεστηρίων, που ο Άδης ήταν ανοιχτός, όπως πίστευαν οι αρχαίοι Αθηναίοι, επέστρεφαν στον Απάνω Κόσμο και ενοχλούσαν, με διάφορους τρόπους, τους ανθρώπους. 



Οι Αθηναίοι έπαιρναν βεβαίως μέτρα προφύλαξης περισχοινίζοντας τα ιερά τους, δηλαδή τα περιέζωναν με κόκκινο νήμα, δημιουργώντας έτσι έναν μαγικό κύκλο, που οι ψυχές δεν μπορούσαν να περάσουν. Άλειφαν επίσης τις πόρτες των σπιτιών και των ναών με πίσσα και μασούσαν από το πρωί έναν αγκαθωτό θάμνο, τον Ράμνο (σημ. 2), για να εμποδίσουν την είσοδο των ψυχών στους ναούς, τα σπίτια και τα σώματά τους. 

Οι Ρωμαίοι πίστευαν ότι οι νεκροί πρόγονοι επισκέπτονταν τους συγγενείς τους στο σπίτι. Ανάλογες ήταν και οι αντιλήψεις άλλων λαών της Ευρώπης, όπως των Πρώσων, των Νορμανδών, των Ιρλανδών και των Σκανδιναβών. Ιδιαιτέρως οι Σκανδιναβοί πίστευαν ότι οι νεκροί επέστρεφαν στις παλιές τους κατοικίες, γι’ αυτό τους ετοίμαζαν φαγητό και κλίνη. 

«Οι λαϊκές συνήθειες σε όλες τις χώρες και τις εποχές είναι σχετικές» όπως γράφει ο Martin P. Nilsson (σημ. 5). 

Ο φόβος για τους Καλικάντζαρους υπαγόρευε στους κατοίκους της αγροτικής, κυρίως, Ελλάδος κάποιες μεθόδους απομάκρυνσής τους. Κρεμούσαν πίσω από την πόρτα του σπιτιού ή μέσα στην καμινάδα ένα κατωσάγονο γουρουνιού, που έχει αποτρεπτική δύναμη. 

Στη φωτιά του τζακιού έκαιγαν αλάτι ή παλιοπάπουτσο ή και τα δυο μαζί, επειδή πίστευαν ότι οι κρότοι από το αλάτι και η δυσωδία του καιόμενου υποδήματος έδιωχναν τους Καλικάντζαρους. Άλλοι πάλι προσπαθούσαν να τους εξαπατήσουν δένοντας στο χερούλι της πόρτας ένα σκουλί λινάρι, που ώσπου να ξεδιαλύνει και να μετρήσει τις ίνες του το παγανό, περνούσε η ώρα και λαλούσε ο πετεινός της αυγής, προάγγελος της μέρας, που διώχνει μακριά κι αλάργα όλα τα δαιμονικά της νύχτας. 

Τα παλιότερα χρόνια στην Κεφαλονιά, το βράδυ της Παραμονής των Χριστουγέννων, που άναβαν τη φωτιά του Δωδεκαημέρου, έπαιρναν ένα κάρβουνο ή ένα δαυλί αναμμένο κι έγραφαν σταυρούς πάνω στις πόρτες και τα παράθυρα του σπιτιού. Αυτό γινόταν για να μην τολμήσουν οι Καλικάντζαροι να μπουν μέσα στο σπίτι. Στο άνοιγμα της καμινάδας, οι παλιές νοικοκυρές έβαζαν ένα κόσκινο, μια κρισάρα. 

Τα παγανά προσπαθούν να μετρήσουν τις τρύπες του κόσκινου, που στην Κίμωλο το λένε αλάργο (σημ. 4), μπερδεύονται, περνάει η ώρα, λαλεί ο πετεινός της αυγής και εξαφανίζονται. Το ίδιο τέχνασμα για την απασχόληση των καλικαντζάρων χρησιμοποιούσαν και οι μυλωνάδες των Κυκλάδων, που δεινοπαθούσαν από τις σκανταλιές τους. 

Η προνοητική νοικοκυρά φρόντιζε να μην αφήνει έξω από το σπίτι τις νύχτες του Δωδεκαημέρου σκεύη, αγγεία, ενδύματα και μικροέπιπλα, για να μην τα μαγαρίσουν τα παγανά. Πίσω από αυτές τις δεισιδαιμονίες, είτε είναι ιστορικές είτε μεταφυσικές, κρύβεται ο αρχέγονος φόβος του ανθρώπου για τον χειμώνα και το σκοτάδι του. 




Γι’ αυτό, όπως γράφει ο Δημήτρης Λουκάτος, η Κεφαλονίτισσα νοικοκυρά λέει, σαν ευχή ή σαν ξόρκι, όταν σημαδεύει με σταυρό τα πορτοπαράθυρα του σπιτιού της: 

Χριστός γεννάται, 
το φως αξαίνει 
και το σκοτάδι μικραίνει! 

Και καθώς το φως αυξάνεται με το μεγάλωμα της μέρας, μεγαλώνει και η ελπίδα για τη βλάστηση, την επερχόμενη άνοιξη και την παραγωγή, που την περιμένει ο αγροτικός κόσμος, για την κτηνοτροφία και τη σοδειά. 

Από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα, που ο Χριστός είναι αβάπτιστος, είναι και τα νερά αβάπτιστα, όπως πιστεύει ο λαός. Στο διάστημα αυτό οι Καλικάντζαροι (σημ. 5) τριγυρίζουν στους δρόμους, στην εξοχή, στους μύλους, στα αλώνια, μπαίνουν στα σπίτια από τις καμινάδες, όπου ανακατεύουν ό,τι βρουν μπροστά τους και κυρίως μαγαρίζουν τα φαγητά των ανθρώπων. 

Τα ονόματα που τους έχει δώσει ο λαός ποικίλλουν από τόπο σε τόπο. Οι Βυζαντινοί τούς έλεγαν βαβουτσικάριους, όπως μας πληροφορεί ο Μιχαήλ Ψελλός (1018-1078). Στα Φάρασα της Καππαδοκίας τούς έλεγαν μνημοράτους, πλανήταρους στην Κύπρο, καλλιβρούσηδες στην Άνδρο, κωλοβελόνηδες στην Αθήνα, λυκοκάντζαρα στην Τριφυλλία, παγανά στην Κεφαλονιά, αλλά και τσιλικρωτά, καλιοντζήδες, παρωρίτες, καψιούρηδες κ.ά. 

Η λαϊκή φαντασία οργιάζει σχετικά με την εμφάνιση των Καλικαντζάρων. Μερικοί πιστεύουν ότι είναι σαν τους ανθρώπους, αλλά μαυριδεροί, πολύ ψηλοί, άσχημοι, ρακένδυτοι και φοράνε σιδεροπάπουτσα. Για άλλους είναι μαύροι σαν διάβολοι με μάτια κόκκινα, αιγίποδες (κατσικοπόδαροι) ή ονοπόδαροι (με πόδια σαν του γαϊδάρου), χέρια σαν της μαϊμούς και σώμα τριχωτό. Άλλοι τους φαντάζονται κουτσούς, στραβούς, μονόχειρες ή μονοπόδαρους, μονόφθαλμους και πολύ χαζούς. Οι Καλικάντζαροι, όποια μορφή κι αν έχουν, τρώνε φίδια, σκουλήκια, βατράχους, σαύρες, αλλά τους αρέσουν επίσης τα ξεροτήγανα, οι τηγανίτες και τα λουκάνικα. 



Στην Αγχίαλο, τρεις ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα, στις 22 Δεκεμβρίου που γιορτάζει η Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια, φτιάχνουν κάτι γλυκά με στάρι, σταφίδες, καρύδια κι άλλους ξηρούς καρπούς, ζάχαρη, ξερά σύκα και λίγο αλεύρι, που τα μοιράζουν στα σπίτια. Πριν τα μοιράσουν αυτά τα γλυκά, πετούσαν τρεις κουταλιές κάτω από την καμινάδα, για να καλοπιάσουν τους Σκαρκάντζαλους. 

Στην Κύπρο, την τελευταία ημέρα του Δωδεκαημέρου, που φεύγουν οι Πλανήταροι, τους κάνουν ξεροτήγανα, που τα ρίχνουν πάνω στις στέγες των σπιτιών για να τα φάνε. 

Στη νεοελληνική λαϊκή λατρεία, η στέγη των σπιτιών θεωρείται έδρα δαιμόνων, ευμενών ή δυσμενών, αλλά οπωσδήποτε επικίνδυνων για τους ενοίκους. 

Τα παγανά μπαίνουν στα σπίτια από την καπνοδόχο, καβαλικεύουν στους ώμους τους διαβάτες, τους πιάνουν στο χορό. Η νυχτερινή σύναξη των Καλικαντζάρων (σημ. 6) γίνεται στην εξοχή, στα τρίστρατα, σε απομακρυσμένους μύλους, στα αλώνια ή κάτω από γεφύρια. 

Ο λαός πιστεύει ότι Καλικάντζαροι γίνονται τα παιδιά που γεννιούνται ανήμερα τα Χριστούγεννα. Για να εμποδίσουν ένα τέτοιο παιδί να γίνει Καλικάντζαρος, το έδεναν με μια σκορδοπλεξούδα ή με ψαθόσχοινο από το χέρι της μητέρας του. Έτσι, όπως πίστευαν, δεν μπορούσε να φύγει μαζί με τους Καλικαντζάρους. Άλλοτε πάλι έκαιγαν τα νύχια των ποδιών του ποδιού, γιατί δεν μπορεί να γίνει Καλικάντζαρος χωρίς νύχια. 

Η τελευταία ημέρα του Δωδεκαήμερου, είναι η «Πρωτάγιαση», δηλαδή ο πρώτος Αγιασμός των Θεοφανείων, που γίνεται παραμονή της γιορτής στην εκκλησία. Ύστερα ο παπάς παίρνει με τη σειρά ένα ένα τα σπίτια με τον σταυρό στο χέρι και ραντίζει με ένα κλωνί βασιλικό όλους τους χώρους του σπιτιού. Την «Πρωτάγιαση» οι χωρικοί τη μεταφέρουν στις βρύσες του χωριού και στα κτήματά τους για να διώξουν τους Καλικαντζάρους που μαγαρίζουν ό,τι βρουν μπροστά τους. 

Αυτή η τελευταία ημέρα του Δωδεκαημέρου είναι και η τελευταία ημέρα παραμονής των Καλικαντζάρων πάνω στη γη. Φεύγουν τρέχοντας, γιατί τους κυνηγάει η αγιαστούρα του παπά και καθώς απομακρύνονται τρέχοντας πανικόβλητοι, λένε μεταξύ τους: 

Φεύγετε, να φεύγουμε 
γιατί έφτασε ο ζουρλόπαπας 
με την αγιαστούρα του 
και με τη βρεχτούρα του! 

Φεύγοντας από τον Απάνω Κόσμο οι Καλικάντζαροι επιστρέφουν στα έγκατα της γης, όπου αρχίζουν πάλι να πριονίζουν το δένδρο που τη στηρίζει και που είχαν παρατήσει σχεδόν κομμένο, αλλά στο μεταξύ ξανάγινε ακέραιο.




Γλωσσάρι 

- Αλάργος (ο): κόσκινο που χρησιμοποιούσαν για την απασχόληση των Καλικαντζάρων. <αλάργα, επίρρ. ανοιχτά στο πέλαγος και γενικά απόμακρα. Φρ. Ο αλάργα και Όξω από ‘δω, δηλαδή ο διάβολος. 
- Καλικ-άντζα-ρος (ο): Αυτός που φοράει καλίκιον (είδος υποδήματος) στην άντζα του (πέλμα, κνήμη, πόδι) και το μεγεθυντικό επίθημα –ρος, όπως Μίμαρος, παίδαρος. 
- Μαγαρίζω = μολύνω. Πίστευαν ότι οι Καλικάντζαροι κατουρούσαν πάνω στις τροφές, τα σκεύη και τα ρούχα των ανθρώπων. 
- Ράμνος (η): αγκαθωτός θάμνος, το παλιούρι.
- Σκουλί (το): τυλιγμένο νήμα, τούφα μαλλιών ή λιναριού.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 

1. Τον όρο «διαβατήρια έθιμα» στην ελληνική λαογραφία πρωτοχρησιμοποίησε το 1911 ο Αδαμάντιος Αδαμαντίου. 
2. Ράμνος (η), θάμνος με αγκάθια, κοινώς Παλιούρι (το).
Από τη Ράμνο πήρε το όνομά του ο Ραμνούς, αρχαίος δήμος και περιοχή της Αττικής. 
3. Martin P. Nilsson, Ελληνική λαϊκή Θρησκεία, μτφρ. Ι.Θ. Κακριδής, εκδ. «Εστίας», Αθήνα 2000 (α' έκδ. 1979), σ. 32. 
4. Δερμάτινο αλάργο για την απασχόληση των Καλικαντζάρων από την Κίμωλο, βλ. στο βιβλίο των Ζαφείρη Βάου-Στέφανου Νομικού, Ο ανεμόμυλος στις Κυκλάδες, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα χ.χ., εικ. με αριθμό 675. 
5. Ένας Έλληνας λόγιος του 17ου αιώνα από τη Χίο, ο Λέων Αλλάτιος, που ζούσε στη Ρώμη και εργαζόταν ως βιβλιοθηκάριος στη βιβλιοθήκη του Βατικανού, έγραψε στα λατινικά πραγματείες με ελληνικό λαογραφικό περιεχόμενο, αναφερόμενος σε φυλακτά, σπιτόφιδα, νεράιδες, Καλικάντζαρους κ.ά. Βλ. Κ. Άμαντος, Λέων Αλλάτιος, στον τόμο «Εις μνήμην Σπυρίδωνος Λάμπρου», Αθήνα 1935, σ. 557-566. 
6. Οι ανθρωπόμορφοι Καλικάντζαροι, σύμφωνα με τις σχετικές λαϊκές δοξασίες, είχαν οικογένεια, συζύγους και παιδιά! Ιδιαίτερη χαρά τους προκαλούσε η απόκτηση αρσενικών παιδιών.

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2016

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ




Ο Ιανουάριος είναι ο πρώτος μήνας του έτους κατά το Γρηγοριανό και το Ιουλιανό Ημερολόγιο και έχει 31 ημέρες. Η πρώτη ημέρα του μήνα, η οποία είναι και πρώτη του χρόνου, είναι γνωστή ως Πρωτοχρονιά. Είναι, κατά μέσο όρο, ο πιο κρύος μήνας του έτους κατά το μεγαλύτερο μέρος του. Ο Ιανουάριος πήρε το όνομά του από τον Ιανό (Ianuarius), έναν από τους αρχαιότερους θεούς των Ρωμαίων. Προέρχεται από την λατινική λέξη ianua (πόρτα) - Ιανουάριος είναι η πόρτα για το έτος. Ο Ιανός, ήταν ο θεός όλων των ενάρξεων και των μεταβάσεων. Στην ετρουσκική μυθολογία αντιστοιχεί με το θεό Άνι. 

Όπως αναφέρει σχετικά και ο Ηλίας Αναγνωστάκης: …ο Ιανός ήταν θεός δίμορφος, που παριστάνεται πότε με κλειδιά ή με τριακόσιες ψήφους στο δεξί του χέρι και εξήντα πέντε στο αριστερό, όσες οι μέρες του ενιαυτού. Εκκαλείτο δε και «Αιωνάριος» αντί Ιανουάριος, επειδή τον θεωρούσαν του αιώνος πατέρα. Είχαν μάλιστα οριστεί δώδεκα πρυτάνεις να τον υμνούν και υπήρχε δωδεκάβωμον στο ναό του, όσοι και οι μήνες του έτους. 




Ο Ιανουάριος, ωστόσο, δεν ήταν ανέκαθεν ο πρώτος μήνας του έτους για τους Ρωμαίους. Παραδοσιακά, το αρχικό ρωμαικό ημερολόγιο αποτελείτo από 10 μήνες, συνολικής διάρκειας 304 ημερών. Στα πρώτα χρόνια της ιστορίας του, πρώτος μήνας ήταν ο Μάρτιος, από το όνομα του θεού του πολέμου τον Mars-Martis (δηλαδή τον Άρη, σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία). Πρωτοχρονιά ήταν τότε η πρώτη Μαρτίου, η οποία εξακολούθησε να γιορτάζεται και στα κατοπινά χρόνια. Και επειδή θυμούνταν πως αυτή ήταν η αρχική τους πρωτοχρονιά, την έλεγαν πάτριον. Ο Ιανουάριος έγινε πρώτος μήνας αργότερα,γύρω στο 713 π.Χ., όταν ο βασιλιάς των Ρωμαίων Νούμας Πομπίλιος (Numa Pompilius ), οργάνωσε το ημερολόγιο με βάση τον ήλιο (ένα πρότυπο σεληνιακό έτος διαρκεί 365 ημέρες). 

Ιστορικά ονόματα για τον μήνα Ιανουάριο θεωρούνται: η αυθεντική ονομασία του, Ianuarius, ο Σαξονικός όρος Wulf-monath ο οποίος σημαίνει ο μήνας του λύκου και η ονομασία δοθείσα από τον Καρλομάγνο Wintarmanoth η οποία σημαίνει χειμώνας / κρύος μήνας. 




Άλλες ονομασίες: Στην Λευκορωσία ο Ιανουάριος ονομάζεται «студзень» που σημαίνει «ένα παγωμένο ένα». Στην Τσεχία καλείται leden, που σημαίνει «μήνας με πάγο». Στην Ουκρανία λέγεται січень ,εννοώντας την κοπή ή τον τεμαχισμό.Ομοίως, στην Κροατία λέγεται siječanj, επίσης σημαίνει κοπή ή τεμαχισμός. Στην Φιλανδία, ο Ιανουάριος καλείται tammikuu, που σημαίνει «ο μήνας της βελανιδιάς», αν και η αρχική του έννοια ήταν «ο μήνας στην καρδιά του χειμώνα», ( tammi σημαίνει ο άξονας ή πυρήνας) ενώ σε άλλες Σκανδιναβικές γλώσσες είναι γνωστός ως ođđajagimánnu, που σημαίνει «μήνας του νέου έτους». 

Ο λαός μας έχει δώσει και αυτός τις δικές του ονομασίες, όπως το Γενάρης ή το Γενολοήτης διότι τότε γεννούν τα γιδοπρόβατα, και Μεσοχείμωνας επειδή είναι ο μεσαίος από τους μήνες του χειμώνα. Επιπλέον είναι γνωστός και ως «κλαδευτής». Επίσης ως Μεγάλος μήνας ή Τρανός μήνας ή Μεγαλομηνάς γιατί είναι ο πρώτος μήνας του έτους καθώς και Κρυαρίτης γιατί είναι ο ψυχρότερος όλων. 

Ο παγωμένος Ιανουάριος είναι ο μήνας που είναι περισσότερο συνδεδεμένος σύμφωνα με τη μυθολογία με το πουλί αλκυόνη. Σύμφωνα με την μυθολογία η Αλκυόνη, κόρη του άρχοντα των ανέμων Αίολου, μαζί με τον άντρα της, βασιλιά Κήυκο, καυχήθηκαν κάποια στιγμή πως είναι πιο ευτυχισμένοι από τον Δία και την Ήρα. Για αυτή τους την ασέβεια οι θεοί αποφάσισαν να τους τιμωρήσουν μεταμορφώνοντάς τους σε πουλιά. Μα η μεγαλύτερη δυστυχία για την Αλκυόνη ήταν πως έπρεπε να γεννά τα αυγά της μέσα στην καρδιά του χειμώνα. Όταν κάποια στιγμή ο Δίας τους λυπήθηκε για όσα περνούσαν, έδωσε εντολή στα κύματα και τους ανέμους να ησυχάζουν για δεκατέσσερις μέρες το χειμώνα -τις γνωστές μας «Αλκυονίδες ημέρες»- για να μπορούν να επωάσουν τα αυγά τους. Οι αλκυονίδες ημέρες τού έχουν δώσει και την ονομασία «Γελαστός»

Αλκυόνη & Κήυκος

Ο Ιανουάριος είναι ο μήνας με το λαμπρότερο φεγγάρι: «Του Γενάρη το φεγγάρι παρά ώρα μέρα μοιάζει». 

Είναι επίσης γνωστός και ως «Καλαντάρης» από τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς και τα δώρα των Καλενδών. Σε αναφορά του Σπύρου Τραϊανού, τα δώρα αυτά είχαν την εξής προέλευση: Με την αρχή του χρόνου άρχιζε η θητεία των υπάτων, οι οποίοι σε σχετική πομπή στους δρόμους σκορπούσαν νομίσματα, που αρχικώς ήσαν χρυσά, αλλά αργότερα, επί Ιουστινιανού, περιορίστηκαν σε αργυρά. Μικρά νομίσματα συνέλεγαν όμως και τα παιδιά, που περιέρχονταν τα σπίτια συγγενών και φίλων για να ευχηθούν. Έτσι γεννήθηκαν τα «Κάλαντα», που φθάνουν μέχρι τις μέρες μας, αλλά αφετηρία τους υπήρξαν οι Καλένδες του Ιανουαρίου, άσχετα αν σταδιακά επεκτάθηκαν από τα παιδιά σε όλες τις εορταστικές ημέρες του Δωδεκαήμερου. 




Άλλη πηγή αναφέρει σχετικά πως η περιφημότερη εορτή του Ιανουαρίου ήταν οι Καλένδες, (calendae Januariae) επειδή γιορτάζονταν και η έλευση του νέου χρόνου. Κατά την διάρκεια των Καλενδών γίνονταν αμοιβαίες επισκέψεις συγγενών και φίλων με ανταλλαγή δώρων των λεγόμενων strena (κυρίως μέλι, ξερά σύκα και χουρμάδες) ως και μικρών νομισμάτων. Επίσης πρόσεχαν, στην διάρκεια αυτών, τις εκφράσεις τους και τις κινήσεις τους ώστε να μην αποβούν κακοί οιωνοί στο νέο έτος. Επίσης κατ' αυτή την περίοδο ο Αυτοκράτορας, καθήμενος στον Ηγεμονικό θρόνο των ανακτόρων, δεχόταν την επίσημη επίσκεψη των ανωτέρων αξιωματούχων του κράτους καθώς και πολιτών σε "φάλαγγα κατ΄ άνδρα" οι οποίοι και έρριπταν προ αυτού νομίσματα. Οι Καλένδες του Ιανουαρίου ήταν κατά το δεύτερο ήμισυ εργάσιμες, έτσι ώστε η εργασία μετά της εορτής να θεωρείται εξάγγελος καλού έτους. 

Οι ρίζες άλλωστε πολλών από τα έθιμα του Δωδεκαήμερου ανάγονται στους χρόνους που γιορτάζονταν η « Χειμερινή τροπή » του Ήλιου η οποία σημάδευε την αρχή της εποχής του χειμώνα. Οι γιορτές αυτές έπαιρναν πανηγυρικό χαρακτήρα και είχαν κατακτήσει ολόκληρο τον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Άρχιζαν με τα Βρουμάλια και ακολουθούσαν τα Σατουρνάλια, γιορτή των Ρωμαίων αφιερωμένη στο θεό Σατούρνους, τα οποία ταυτίζοταν με τα αρχαία Κρόνια. 

Κάποιες από τις ωραιότερες δημώδεις ελληνικές παροιμίες για τον Γενάρη είναι: 

- Να ΄μουν το Μάη γάιδαρος και τον Απλίλ΄ κριάρι (ή σκύλος τον Αλωνάρη) ούλο το χρόνο κόκορας και γάτος τον Γενάρη.
- Γενάρη πίνουν το κρασί, τον Θεριστή το ξύδι.
- Ο λαγός και το περδίκι κι ο καλός ο νοικοκύρης τον Γενάρη χαίρονται.
- Κότα πίτα τον Γενάρη, κόκορα τον Αλωνάρη.
- Όποιος θε να βαμπακώσει, τον Γενάρη θε ν' οργώσει.
- Χιόνισ' έβρεξ' ο Γενάρης, όλ' οι μύλοι μας θ' αλέθουν.

(Από το Ανανωστικό της Γ' Δημοτικού, 1964)