Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2015

Οι παροιμίες



Είναι τα σοφά κληρονομήματα των αιώνων, που με φραστική συντήρηση παραδίδονται από την μία γενεά στην άλλη, διδάσκοντας την εμπειρία τους και δίνοντας έτοιμους τύπους αλληγορίας και παρομοίωσης, που χρειάζονται για να στηρίζουν ή να τεκμηριώνουν τον λαϊκό λόγο. 

Οι ως τώρα φιλολογικοί ορισμοί της παροιμίας είναι πολλοί, αλλά και δεν υπάρχει παροιμιακή Συλλογή ή μελέτη, που να μη μνημονεύει τον πρώτο, λακωνικό και περιεκτικότατο ορισμό, που της έδωσε ο Αριστοτέλης: «Παροιμίαι παλαιᾶς εἰσὶ φιλοσοφίας…ἐγκαταλείμματα, περισωθέντα διὰ συντομίαν καὶ δεξιότητα…»• όπου το «δεξιότητα» σημαίνει την ικανότητα της παροιμίας να γίνεται ταιριαστή στην κάθε περίπτωση ζωής.

Όσο για την ετυμολογία και την σύνθεση του όρου, που είναι έτσι γνωστός ήδη από τον Αισχύλο, ο λεξικογράφος Ησύχιος σημειώνει: «Παροιμία, βιωφελὴς λόγος παρὰ τὴν ὁδὸν λεγόμενος, οἷον παροδία •οἶμος γὰρ ἡ ὁδός». Ώστε ήταν κάτι συνοδευτικό και βοηθητικό για τους ανθρώπους η παροιμία, είτε στην ρύμη του λόγου τους (ἐν παρόδῳ), είτε στον δρόμο της όλης πορείας στην ζωή τους. Κι εξακολουθούν να είναι, σε όλους τους λαούς, ράβδοι στηρίγματος για την καλύτερη έκφραση και για την σοφότερη αντιμετώπιση της ζωής. 

Όλοι μας καταφεύγουμε στην εμπειρία και την καλή συμβουλή των παροιμιών, για να παρηγορήσουμε ή να παρηγορηθούμε, αλλά και για να διασαφήσουμε τον λόγο μας με τις παραστατικές εικόνες των κειμένων τους. Όσο κι αν είμαστε κάποτε σοφοί από γνωμικά και αποφθέγματα λογίων του αρχαίου ή του βυζαντινού κόσμου, έρχεται πάντα η ώρα που μια λαϊκή παροιμία, διδαγμένη από την μητέρα μας ή από τους γέρους της γενέτειρας, μας βοηθάει να εκφράσουμε αυτό που σκεφτόμαστε ή αισθανόμαστε, περισσότερο ικανοποιητικά: 

 - Δεν το’ χω πως πεθαίνω, παρὰ ποὺ ὅσο πάει, μαθαίνω! (Γηράσκω ἀεὶ διδασκόμενος!) 
- Ἡ φτώχεια χαμηλώνει τ’ ἀφτιά. (Πενία ἄνδρα ταπεινοῖ.) 
- Ὅσο εἴχαμε καὶ τρώγαμε, Βασίλη, κυρ-Βασίλη!... (Τῶν μὲν εὐτυχούντων πάντες φίλοι…) κ.α. 

Την πολύτιμη αυτή σημασία της παροιμίας στον λόγο των ανθρώπων και γενικότερα των εθνών, καθώς και οι πολύπλευρες αρετές των κειμένων της, έχουν εκτιμήσει οι συγγραφείς και παροιμιολόγοι όλων των εποχών. Από τους ελληνιστικούς χρόνους της πρώτης φιλολογικής γραμματείας άρχισαν να συγκεντρώνουν τα αρχαία ρητά και τις παροιμίες σε «Συλλογές» ή «Συναγωγές» και «Γνώμες» που είχαν διδακτικούς σκοπούς. Σήμερα όμως, με τις κοινωνιολογικές αναζητήσεις και την ανάγκη να μελετηθεί ο «μικρόκοσμος» ή «μεγαλόκοσμος» του ανθρώπου από κάθε πλευρά (και ως προς τις σχέσεις που κοινωνικά αναπτύσσει), η παροιμία έχει γίνει ένα σπουδαίο τεκμήριο φυσικής, ψυχικής και πολιτιστικής ζωής των ανθρώπων, όσο και στοιχείο μελέτης των ατομικών, κοινωνικών αλλά και εθνικών νοοτροπιών και βιωμάτων τους. 

Μπορούμε να της δώσουμε τον κάπως πρακτικότερο ορισμό: «Παροιμία είναι ο μικρός έμμετρος ή πεζός λόγος, που διατυπώνει παραστατικά και συχνότατα αλληγορικά μια σοφή γνώμη, μια διαπίστωση, μια συμβουλή, και που επαναλαμβάνεται στον καθημερινό λόγο, σαν επιχείρημα ή παράδειγμα». Π.χ. 


- Τῆς ἀδικιᾶς τὸ γέννημα σὲ ποντισμένο μύλο. 
- Τὸ Μάρτη ξύλα φύλαγε, μὴν κάψεις τὰ παλούκια. 
- Τὸ πρόβατο ποὺ θέλει νὰ φάει ξύλο, πάει καὶ τρίβεται στοῦ τσοπάνη τὴ μαγκούρα. 
- Τί σοῦ λείπει κασσιδιάρη; - Σκούφια μὲ μαργαριτάρι. 
- Ἔφτασε ὁ κόμπος στὸ χτένι. (Παροιμιακή φράση) 

 Οι άμεσες γνώμες και συμβουλές λέγονται και λαϊκά γνωμικά, και μας δείχνουν τι γίνεται συνήθως στην ζωή και τι πρέπει να κάνουμε εμείς. Π.χ. 

- Ἀνύπαντρος προξενητὴς γιὰ λόγου του γυρεύει 
- Ὅποιος φυτεύει ἀμυγδαλιές, θά’ χει καὶ τοὺς τζιτζίκους. 
- Πέντε μέτρα, κι ἔνα κόβε. 

 Οι αλληγορίες δίνουν εικόνες από την ζωή, και είναι παρομοιωτικές παροιμίες: 

- Ὅλα τά ‘ χει ἡ Μαριωρή , μόνο ὁ φερετζὲς τῆς λείπει. 
- Δίνει στὸ σκύλο ἄχυρα καὶ στὸ μουλάρι κρέας. 

Απομένουν οι μικρές στερεότυπες παρομοιώσεις: 

- Σὰν τῆς τρελλῆς τὰ μαλλιά! 
- Σὰν τὴ μύγα μὲς’ στὸ γάλα 

ή οι εκφράσεις: 

- Χαρᾶς εὐαγγέλια 
- Ἀπὸ πέτρα σὲ λιθάρι 

που τις λέμε παροιμιακές φράσεις. 

Στην διεθνή παροιμιολογία υπάρχει και ο όρος βελλερισμός (Wellerism από τον Weller Pickwick Papers του Dickens) και σημαίνει η φράση ή η παροιμία ειπωμένη μαζί με το πρόσωπο που την χρησιμοποίησε. Π.χ. Μια Ολλανδική παροιμία λέει: Όλα με το μέτρο, έλεγε ο ράφτης, και χτυπούσε με την μεζούρα την γυναίκα του! 

Οι παροιμίες κρύβουν κάποτε μέσα τους και ολόκληρο μύθο, που μοιάζει με περίληψή τους. Π.χ. 

 - Ὁ ποντικὸς δὲν ἐχώραγε στὴν τρύπα του κι ἔσερνε κολοκύθα. 
 - Ἔτρεχε ἕνας μὴ βραχεῖ κι ἔπεσε στὸ ποτάμι! 
- Τὴν ἔπαθε σὰν τὴν ἀλεποὺ μὲ τὰ σταφύλια. 

Ανακατεύονται δηλαδή οι μύθοι με τις παροιμίες, σε φραστικό σχήμα παροιμιόμυθων. Η διατύπωση των παροιμιών γίνεται α) σε πεζό λόγο (μονόλογο και διάλογο). Π.χ. 

- Ἡ ἀλήθεια εἶναι λάδι καὶ πλέει. 
- Βλέπεις στραβέ; - Βλέπει ὁ Θεός. 

β) σε έμμετρο λόγο, με όλους τους στιχουργικούς τρόπους •χρειάζεται τότε προσοχή στην καταγραφή των παροιμιών ώστε να φαίνονται τα μέτρα. Π.χ. 

- Ἡ χάρη θέλει ἀντίχαρη καὶ πάλι νά ‘ ναι χάρη! 
- Βόηθα με νὰ σὲ βοηθῶ, ν’ ἀνεβοῦμε τὸ βουνό. 

Ο κόσμος των παροιμιών παίρνει τις εμπνεύσεις του, όπως και τα αινίγματα, από την γύρω φύση και την ζωή, αλλά στρέφεται περισσότερο στον άνθρωπο και στις κοινωνικές σχέσεις του. 

Η παροιμία είναι λαογραφικό είδος, τόσο φιλοσοφικό όσο και κοινωνιολογικό. Στηρίζεται είτε στην ανθρώπινη σκέψη, είτε σε πείρα από τα παθήματα και τα κοινωνικά επεισόδια. Το περιεχόμενο της (αφορμές και αλληγορίες) το παίρνει πάντα από το φυσικοκοινωνικό περιβάλλον ζωής. Π.χ. 

- Ὅλοι κλαίγανε τὸν πόνο τους κι ὁ μυλωνὰς τ’ αὐλάκι.
- Ὅποιος κάηκε στὸ κουρκούτι, φυσάει καὶ τὸ γιαούρτι. 

Οι ελληνικές παροιμίες έχουν διατυπωθεί από τις παλαιότερες γενεές, κι οι στοχασμοί τους, γεννήματα του ίδιου τόπου, διατηρήθηκαν επί αιώνες. Κατάγονται επίσης είτε από αρχαία ρητά, είτε από εκκλησιαστική διδασκαλία και κείμενα, είτε από μύθους διδακτικούς του Αισώπου ή του λαού. Αλλά και σε κάθε γενεά οι γεροντότεροι φτιάχνουν νεώτερες παροιμίες. Πολλές προέρχονται από ιστορικά επεισόδια (Κατσώνης, Κολοκοτρωναίοι) ή από την επαφή μας με ξένους λαούς (Βαλκάνιους, Ιταλούς κ.α.). 

Η σημασία της παροιμίας στην εθνική μας ζωή είναι σπουδαιότατη, γιατί παιδαγώγησε επί αιώνες το λαό στο σωστό, στο ηθικό και στο πρακτικό. Του έδειξε τι πρέπει να κάνει στις δύσκολες ώρες και πώς να αντιμετωπίζει τον οποιονδήποτε εχθρό του. Κάποτε βέβαια οι παροιμίες διδάσκουν την ανειλικρίνεια και την σκληρότητα όπως για παράδειγμα: 

 - Ἀπὸ πίττα ποὺ δὲν τρῶς, τί σὲ μέλει κι ἄν καεῖ; 
- Χέρι ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ τὸ δαγκάσεις, φίλα το. 
- Δικοί μου, ὅσους κλείνει ἡ πόρτα μου. 

Ήταν όμως εποχές, που ο Έλληνας είχε πολλούς εχθρούς. Όσο οι συνθήκες του καλυτερεύουν, τόσο μπορεί να μην εφαρμόζει μερικές εγωιστικές παροιμίες. Οι περισσότερες πάντως είναι θαυμάσιος οδηγός τίμιας ζωής, με δοκιμασμένη πείρα. 

- Μὴν κάμεις, μὴ σοῦ κάμουνε, μὴν πεῖς, νὰ μὴ σοῦ ποῦνε. 

Συλλογή των παροιμιών μπορούμε να κάνουμε εύκολα α) παρακολουθώντας τον λόγο των άλλων (είναι η περίπτωση και της έμμεσης γονικής κληρονομιάς μας), β) ζητώντας να μας πουν οι γεροντότεροι όσες ξέρουν, γ) ψάχνοντας σε παλιά χειρόγραφα και αρχεία ή κάποτε σε παλιά δημοσιεύματα. (πάντα πρέπει να ζητούμε να σημειώνουμε την σημασία και την εφαρμογή τους.) 

Η κατάταξη τους έπειτα θα γίνει με τους εξής τρόπους: 

α) θα υπογραμμίσουμε στην κάθε παροιμία την βαρύνουσα λέξη κι ύστερα, με βάση τις λέξεις αυτές (που λέγονται λήμματα), θα βάλουμε τα κείμενα σε αλφαβητική σειρά Π.χ. 

- Ἀνεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα 
- Βράζει μὲ τὸ ζουμί του 
-Πάντα ὁ γέρος στὸ τιμόνι 
- Κακὴ γυναίκα καὶ καπνὸς σὲ διώχνουν ἀπ' τὸ σπίτι 


Η κατάταξη αυτή λέγεται λημματοθετική ή λεξικογραφική, και είναι εκείνη που εφαρμόζει ο Νικόλαος Πολίτης στις «Παροιμίες» του και την ακολουθεί και το αρχείο παροιμιών του Κέντρου Λαογραφίας. 
Υπάρχει όμως και β) η ειδολογική κατάταξη, που χωρίζει τις παροιμίες σε κεφάλαια από την φύση και την ζωή. Π.χ. μετεωρολογικές, γεωργικές, ιατρικές, οικογενειακές, ηθικές, θρησκευτικές, βιοσοφικές, οικονομολογικές κ.ο.κ. 
Άλλοι γ’ ) τις χωρίζουν σε αλληγορικές έννοιες (εννοιολογική κατάταξη), με λήμματα π.χ. αλήθεια, βιασύνη, δικαιοσύνη, ελευθερία, ζωτικότητα, κακία, θρησκευτικότητα κ.ο.κ. 
κι άλλοι δ’) τις σημειώνουν αλφαβητικά, από την πρώτη λέξη του κειμένου τους, αλλά αυτό μόνο σαν ευρετήριο της κάθε συλλογής συνιστάται.



υπό Ν. Γ. Πολίτου, Εν Αθήναις, 1896

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου