Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2015

Η Ελληνική λαογραφία ύστερα από την άλωση της Κωνσταντινούπολης


Η πρώτη αναφορά για την δημιουργία εθνικών λαογραφικών θρύλων δόθηκε με τον ίδιο το πέσιμο της Κωνσταντινούπολης (1453), μέσα από τους θρήνους και τις παραδόσεις που ακολούθησαν. Το τραγικό γεγονός της Άλωσης δε θρηνήθηκε μόνο από εκείνους που έζησαν την κακή ώρα, αλλά και απ’ όσους ήταν μακριά κι έμαθαν το μεγάλο κακό• εκείνα τα χρόνια οι ειδήσεις δεν έφταναν αμέσως όπως σήμερα αλλά ταξίδευαν με καραβάνια ή με τα καράβια, και με μεγάλη χρονοτριβή. Οι θρήνοι και τα τραγούδια κι οι στιχουργίες άρχισαν πολύ αργότερα από τις ειδήσεις, όταν κάπου βρισκόταν ένας στιχουργός κι έπαιρνε την πρωτοβουλία. Θρήνοι για την Κωνσταντινούπολη γράφτηκαν πολλοί. 

Στους θρήνους αυτούς έχουμε πάλι το λαογραφικό φαινόμενο των πολιτιστικών ενδείξεων, ότι δηλαδή μέσα από τους αβίαστους λαϊκούς στίχους μας δίνονται, μαζί με τα συναισθηματικά στοιχεία, και κάποιες πληροφορίες για τα έθιμα και τα βιώματα της εποχής. 

Το ίδιο γίνεται και με τις παραδόσεις ή τους θρύλους για την Άλωση. Τα κείμενα των παραδόσεων αυτών συνθέτουν τα ίδια ένα πλούσιο λαογραφικό υλικό, που μας δείχνει τις δοξασίες, τα μοτίβα των μύθων και τον αισιόδοξο χαρακτήρα του Έθνους. Είναι γνωστά: τα ψάρια που τηγάνιζε η γριά και που πήδησαν στο νερό •ο παπάς που λειτουργούσε και κλείστηκε με τα άγια στην κολόνα •ο μαρμαρωμένος βασιλιάς κι όλα τα άλλα, που πέρασαν στην ψυχική ζωή του Έθνους και κράτησαν την συνοχή του για αιώνες. 

Ας έχουμε μία εικόνα των στίχων που ακολουθούν: 

Καλόγρια τηγάνιζε ψαράκια στο τηγάνι 
και μια φωνή, ψιλή φωνή απανωθιό της λέγει: 
"Πάψε γριά το μαγεριό κι η Πόλη θα τουρκέψει". 
"Όταν τα ψάρια πεταχτούν και βγουν και ζωντανέψουν,
τότε κι ο Τούρκος θα να μπει κι η Πόλη θα τουρκέψει". 
Τα ψάρια πεταχτήκανε, τα ψάρια ζωντανέψαν 
κι ο αμιράς εσέβηκεν με τ' άλογο καβάλα.


Επίσης, οι χρονογράφοι και ιστορικοί της Αλώσεως συντονίστηκαν με τον πόνο του Έθνους κι έγραψαν τις αφηγήσεις τους σε «συναξαρικό» ύφος παρεμβάλλοντας στα κείμενά τους δοξασίες και θαυμαστά ακούσματα ή τρόπους ζωής της εποχής. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας έπειτα, οι αφορμές για παροχή λαογραφικών πληροφοριών πλήθυναν, επειδή και οι συγγραφές έγιναν περισσότερες, κι ο χρόνος των λογίων ή και των καλογήρων να γράφουν, μεγαλύτερος. 

Οι κυριότερες πηγές των λαογραφικών ειδήσεων της Τουρκοκρατίας είναι: 

α) Η λαϊκή λογοτεχνία (τραγούδια, παραμύθια, παροιμίες) και το θέατρο (κρητική περίπτωση) που κυκλοφόρησαν, με τα τοπικά στοιχεία τους, στον ελληνικό κόσμο.

β) Οι νοτάριοι κι οι γραμματικοί (της εκκλησίας, και των Κοινοτήτων), με τα δικαιοπρακτικά έγγραφα που άφησαν 

γ) Οι μοναχοί και ιερωμένοι των μοναστηριών, που αντιγράφοντας διάφορα χειρόγραφα σημείωναν παρατηρήσεις και «ενθυμήσεις» από την σύγχρονη ζωή. Οι ίδιοι κατέγραφαν και παροιμίες ή και τραγούδια ( με βυζαντινή παρασημαντική) στα χειρόγραφά τους. 

δ) Οι νέοι συναξαριστές των μαρτύρων της Τουρκοκρατίας, που έδιναν από την καθημερινή ζωή, από τις συνθήκες της ελληνικής σκλαβιάς κι από την εθνοθρησκευτική ψυχολογία των μαζών. 

ε) Οι νέοι Πατέρες της εκκλησίας ( μητροπολίτες & ιεροκύρηκες) που επιτιμούσαν τον λαό για τα ειδωλολατρικά έθιμά του, τα προσδιόριζαν απαγορευτικά με τοπικούς Νομοκάνονες ή τα ανέφεραν στις ομιλίες τους περιγραφικά. 

ς) Οι ελεύθερες «ενθυμήσεις», που γράφονταν από κληρικούς και λαϊκούς στα βιβλία της εκκλησίας, για κάθε περιστατικό της ζωής (από επιδρομές και σιτοδείες ως τα πανηγύρια και τα καθημερινά παράδοξα). 

ζ) Οι χρονογράφοι κι ύστερα οι απομνημονευματογράφοι, όσοι είχαν τα μέσα και την υπομονή να γράψουν τα γεγονότα και τα χρονικά της ζωής τους (ιδιαίτερα από τον αγώνα του 1821). Υπάρχουν δημοσιευμένες σειρές με Απομνημονεύματα αγωνιστών, από την «Βιβλιοθήκη Γ. Τσουκαλά», καθώς και από τα Γενικά Αρχεία του κράτους. 

η) Οι λαϊκοί τραγουδιστές των κατορθωμάτων και της ζωής των Αρματολών και των Κλεφτών (τα κλέφτικα, τα ιστορικά και τα ναυτικά μας τραγούδια). Και: 

θ) Οι ξένοι περιηγητές, που έρχονταν στην Ελλάδα, έγραφαν τις εντυπώσεις τους και σχεδίασαν σπίτια και φορεσιές •την συγκεκριμένη κατηγορία θα την εξετάσουμε σε κάποια μελλοντική ανάρτηση.

Ενδιαφέρει τώρα να παρακολουθήσουμε και την ερευνητική προσοχή, που δόθηκε στη λαϊκή ζωή και στα στοιχεία της (εκτός από την απλή περιγραφή), στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. 

Σημειώνουμε ότι και η παραμικρή διάθεση για συλλογή λαογραφικού υλικού ανήκει στο κεφάλαιο της «σπουδής» της Λαογραφίας, επειδή ο συλλογέας, την ώρα εκείνη, δεν γίνεται τυχαία πηγή, αλλά συνειδητός προμηθευτής λαογραφικού υλικού για την επιστήμη •άλλο να γράφει κανείς ένα συναξάρι, απομνημονεύματα ή ταξιδιωτικές εντυπώσεις, με στοιχεία από την λαϊκή ζωή, κι άλλο να δίνει προσοχή στα λαϊκά κείμενα και στα έθιμα και να τα καταγράφει επίτηδες.


Με το πνεύμα αυτό μπορούμε να θεωρήσουμε «μελετητές λαογράφους» όλους τους ανώνυμους συλλογείς τραγουδιών και παροιμιών του ελληνικού λαού, που παρουσιάζονται αμέσως μετά το πέσιμο της Κωνσταντινούπολης και στους ύστερους αιώνες της Τουρκοκρατίας. Αυτοί μάζεψαν και κατέγραψαν σε χειρόγραφα και σε κώδικες (ή αντέγραψαν) παλιά ανομοικατάληκτα δημοτικά τραγούδια (Ερωτοπαίγνια, Εκατόλογα, Αλφάβητους, κ.α.), αργότερα ομοιοκατάληκτες Ριμάτες, ή επίσης συλλογές παροιμιών και αινιγμάτων, για ψυχωφελείς σκοπούς.


Γνωστοί συλλογείς παροιμιών, αμέσως μετά την Άλωση, είναι οι λόγιοι κληρικοί Μιχαήλ Αποστόλης και ο γιός του Αρσένιος Μονεμβασίας. Ο πατέρας είχε συλληφθεί αιχμάλωτος μέσα στην Κωνσταντινούπολη, έπειτα ελευθερώθηκε και πήγε στην Κρήτη , όπου έγραψε Συναγωγή αρχαίων παροιμιών με πολλές νεώτερες. Το ίδιο έκανε και ο Αρσένιος, τα δε κείμενα τους βρίσκονται στο Corpus Paroemiographorum Graecorum των E. Leutsch και E. Schneidewin (2 τόμοι, Γοττίγκη 1839-1851).


Το ΙΖ’ αιώνα βρίσκεται στην Ρώμη, βιβλιοθηκάριος του Βατικανού, ένας λόγιος από την Χίο, ο Λέων Αλλάτιος. Γράφει πραγματείες στα λατινικά με ελληνικό λαογραφικό περιεχόμενο (De Graecorum hodie quorundam opinationibus = Για κάποιες σύγχρονες ελληνικές δοξασίες, Κολωνία 1645) και μιλεί για φυλαχτά, σπιτόφιδα, Νεράιδες, Καλλικαντζάρους, κ.α. Συνιστούσε να μελετάμε, μαζί με τα έθιμα της αρχαιότητας, και τα σύγχρονα. Μπορούμε από αυτά, έλεγε, να καταλαβαίνουμε καλύτερα εκείνα.


Το ΙΖ’ αιώνα έχουμε επίσης μια καλή συλλογή από νεοελληνικές παροιμίες, που την έκανε στην Κωνσταντινούπολη ο Ολλανδός φιλόλογος Βάρνερ (Levinus Warner). Ήταν εκεί διπλωματικός εκπρόσωπος της χώρας του και μάζευε από τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης και της Θράκης παροιμίες (γύρω στα 1650). Βρίσκονται δημοσιευμένες στο Β’ τόμο των Παροιμιών του Ν. Πολίτη από τον D. Hesseling.


Έναν αιώνα αργότερα, στην Ήπειρο, ο ιερομόναχος Παρθένιος Κατζιούλης «Ιωαννίτης», όπως γράφει, συγκέντρωσε πολλές ελληνικές παροιμίες, με πραγματική αγάπη για την σοφία του λαού, που όμως τις μεταγλώττισε, δηλ. τους έδωσε λόγια διατύπωση. Κράτησε ευτυχώς και στο λαϊκό γιαννιώτικο ιδιώμα (κοιναί κατά Ιωαννίτας) περί 725 κείμενα. Αγαπά τις παροιμίες ο Κατζιούλης, επειδή, όπως σημειώνει, ἤθη παραινοῦσι καὶ πάθη ἐπανορθοῦσι. Η συλλογή αυτή βρίσκεται δημοσιευμένη στον Α’ τόμο των Παροιμιών του Ν. Πολίτη.


Κοντά στην Ελληνική Επανάσταση (1821) εμφανίζονται πολλοί λόγιοι, που ζητώντας να ξυπνήσουν το Έθνος, του στρέφουν την προσοχή στα δημιουργήματά του. Ο Αδαμάντιος Κοραής (1748-1833), που όλα του τα έργα απέβλεπαν στο διαφωτισμό του Έθνους, χρησιμοποιούσε συχνότατα παροιμίες και κείμενα, για να δείξει την συνέχεια ή την ομοιογένεια στην ελληνική σκέψη και γλώσσα. Έτσι μέσα στα Άτακτά του μας δίνει πολλές παροιμίες, όπως και μύθους και δοξασίες, με αρχαιοσυγκριτικά ερμηνεύματα. Ο Κοραής έκανε και συλλογή από δημοτικά τραγούδια, που τα παρουσίαζε σε ξένους (στον Φωριέλ κ.α.)


Στις αρχές του ΙΘ’ αιώνα έχουμε και άλλους λόγιους, που προσέχουν την Λαογραφία. Ο Ηπειρώτης λόγιος και κληρικός Γρηγ. Παλιουρίτης δημοσίευσε το 1815 στην Βενετία, το βιβλίο του Αρχαιολογία Ελληνική (2 τόμοι), όπου συγκρίνει τα αρχαία με τα σύγχρονα έθιμα. Ένας κληρικός επίσης από την Κοζάνη, ο Χαρίσιος Μεγδάνης δημοσίευσε στην Ουγγαρία το 1812 το Ελληνικόν Πάνθεον, όπου κοντά στην αρχαία μυθολογία μας δίνει νεοελληνικές (μακεδονικές) παραδόσεις και έθιμα.

Αμέσως μόλις ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση και ακούστηκαν στην Ευρώπη οι πρώτες νίκες, ο Γάλλος φιλόλογος και ιστορικός Claude Fauriel άρχισε να ετοιμάζει στο Παρίσι την πρώτη συστηματική συλλογή Ελληνικών Τραγουδιών, που η στοχαστική Εισαγωγή της αποτελεί μια σπουδαία λαογραφική μελέτη. Από λόγιους και εμπόρους Έλληνες του εξωτερικού (π.χ. τον Κοραή, τον Μουστοξύδη κ.α.) ο Φωριέλ μάζεψε δημοτικά τραγούδια (κλέφτικα, ιστορικά, ακριτικά, ερωτικά κ.α.) και τα δημοσίευσε σε δύο τόμους με τίτλο: Λαϊκά τραγούδια της νέας Ελλάδος (Chants populaires de la Grèce Moderne). 



Στην εισαγωγή του (Α’ τόμος) μιλάει με θαυμαστή ενημερότητα για τα έθιμα, την ζωή και τον χαρακτήρα του νέου ελληνικού λαού, που τον βλέπει σαν συνέχεια του αρχαίου, και μελετά την προέλευση και το είδος των τραγουδιών του με φιλολογική και λαογραφική εμβάθυνση. Δημοσιεύει τα ελληνικά κείμενα αριστερά, και δεξιά την γαλλική τους μετάφραση, ώστε και οι ξένοι να γνωρίσουν την ποιητική αξία τους. Με την συλλογή του αυτή ο Φωριέλ τόνωσε πραγματικά το κίνημα του Φιλελληνισμού στην Ευρώπη.

Δείτε το αξιόλογο αυτό έργο 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου